Γεννημένος στο Ρίο Πάρντο, το ’63 όπως η πλειοψηφία των Βραζιλιάνων κι εκείνος ονειρευόταν πιτσιρικάς να γίνει μία μέρα αστέρας του «futebol ballado»: του αποκαλούμενου «χορευτικού ποδοσφαίρου», κατεξοχήν σήμα κατατεθέν της Λατινοαμερικανικής μπάλας. Υπήρχε όμως ένα σοβαρό, τεχνικής φύσεως πρόβλημα: δεν είχε ιδέα από ποδόσφαιρο.
Παρόλα αυτά, άγνωστο το πώς τα κατάφερνε, επί 22 ολόκληρα χρόνια, από το ’79 έως και το 2001 όχι μόνο είχε πουλήσει φούμαρα και κουτόχορτο ότι ήταν ένας κανονικός ποδοσφαιριστής, αλλά επιπλέον στην -που λέει ο λόγος, καριέρα του- κατάφερε ν’ αποσπάσει «χρυσά» συμβόλαια από Φλαμένγκο και Μποταφόγκο, Φλουμινένσε και Βάσκο Ντα Γκάμα χωρίς φυσικά να παίξει ούτε μία φορά στη ζωή του.
Η αρχή για τη μεγαλύτερη, ποδοσφαιρική απάτη όλων των εποχών είχε γίνει στα 13 του όταν, υπό άγνωστες και μυστηριώδεις συνθήκες η διοίκηση της Φλαμένγκο πείθεται, από ένα και μόνο δοκιμαστικό ότι ο Ραπόσο διέθετε όλες τις αρετές για να γίνει το μέλλον του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου.
Υπογράφει, λοιπόν το πρώτο του, διετές συμβόλαιο, αλλά στο τέλος της διετίας οι διοικούντες της ιστορικής ομάδας του Ρίο ντε Ζανέιρο συνειδητοποιούν ότι δεν είχαν εκτιμήσει σωστά και τον χαρίζουν στη μεξικανική Πουέμπλα.
Οι Μεξικάνοι, ακόμη περισσότερο «θαμπωμένοι» από την τεκίλα και τον ανελέητο ήλιο μένουν ενθουσιασμένοι από τις επιδόσεις του επίσημο στο δοκιμαστικό και του δίνουν τη δυνατότητα ενός ακόμη, 3ετές αυτή τη φορά συμβολαίου.
Κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, ο τότε προπονητής της Πουέμπλα αποφασίζει να τον ρίξει στην «αρένα». Τον καλεί από τον πάγκο, εκείνος σηκώνεται, αλλά ξαφνικά προσποιείται τραυματισμό και ξανά κάθεται. Στον επόμενο αγώνα τον ξανά καλεί, αλλά ο Ραπόσο, πρώτα πιάνει το στομάχι του και μετά πέφτει στον αγωνιστικό χώρο σφαδάζοντας από τους (ανύπαρκτους) πόνους.
Κάπως έτσι κύλισε εκείνη η 3ετία, με τον προπονητή να τον εκλιπαρεί να μπει στο γήπεδο και τον Ραπόσο να το παίζει κάθε φορά κατά φαντασία ασθενή. Ενοχλημένη η Πουέμπλα, και απόλυτα δικαιολογημένα κουρασμένη από τη συμπεριφορά του στο τέλος εκείνης της σεζόν τον αφήνει, για ευνόητους λόγους ελεύθερο. Και τι έκανε ο αθεόφοβος (;), άγνωστο το πώς τα κατάφερε, αλλά είχε πείσει τη Μποταφόγκο να του δώσει μία δεύτερη ευκαιρία.
Στην πρώτη του προπόνηση όμως, τάχαμου δήθεν (αυτό) τραυματίζεται και μένει δύο χρόνια εκτός γηπέδων. Η Μποταφόγκο λύνει το συμβόλαιό του, αλλά δεν υπάρχει δύο, χωρίς το τρία ο και πάλι αθεόφοβος το ’86 υπογράφει ξανά στη Φλαμένγκο η οποία μάλιστα τον παρουσιάζει στον Τύπο ως το ιδανικό παρτενέρ του Μπεμπέτο. Αποτέλεσμα (;): μηδέν συμμετοχές κι εκεί και, αναπόφευκτη στο τέλος της περιόδου νέα λύση συμβολαίου.
Ο Ραπόσο όμως δεν το’ βαλε κάτω και ξανά άγνωστο το πώς, αυτή τη φορά «προσγειώνεται» στην Ευρώπη για λογαριασμό της γαλλικής Αζαξιό. Την ημέρα της επίσημης παρουσίασής του και με χιλιάδες Κορσικανούς που φώναζαν ρυθμικά το όνομά του ο ποδοσφαιριστής- φάντασμα αντιλαμβάνεται ότι στον αγωνιστικό χώρο τον περιμένουν δεκάδες μπάλες, έτοιμες για να «χαϊδευτούν» απ’ αυτόν τον παγκοσμίου άγνωστο Βραζιλιάνο. Τι έκανε τότε, και πάλι ο «γίγαντας» (;), συνειδητοποιώντας πως θα καταλάβαιναν ότι ήταν άσχετος, τις σήκωσε μία, μία και τις ξαναπέταξε στους φιλάθλους υπό το γενικό ντελίριο του κόσμου.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η περιπέτειά του στο Νησί του Ναπολέοντα κράτησε μόνο κάποιους μήνες, ο Ραπόσο επέστρεψε στη Βραζιλία κι επειδή η απάτη είναι, κατά μία έννοια Τέχνη συνέχιζε να πουλάει φούμαρα και κουτόχορτο τόσο στις Φλουμινένσε και Βάσκο Ντα Γκάμα, όσο στη Μπανγκού όπου όταν είδε ότι βρισκόταν στην αρχική 11άδα, προσποιήθηκε και δημιούργησε, χωρίς λόγο τέτοια σύρραξη επιτυγχάνοντας μία ωραιότατη τιμωρία αποκλεισμού 10 αγωνιστικών.
Είκοσι δύο χρόνια «επαγγελματίας», και μάλιστα καλοπληρωμένος ποδοσφαιριστής, χωρίς αν έχει παίξει ούτε μία φορά στη ζωή του. Το πώς αποκαλούνται αυτού του είδους οι περιπτώσεις, ειλικρινά και σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, δεν γνωρίζουμε…