Έντονος παραμένει ο απόηχος από την οπαδική επίθεση που σημειώθηκε στο σωματείο της Ομόνοιας στη Λακατάμεια, αμέσως μετά το ντέρμπι ανάμεσα σε Ομόνοια και ΑΠΟΕΛ, την περασμένη Κυριακή.
Τα γεγονότα πυροδότησαν ευρύ κοινωνικό και πολιτικό διάλογο, καθώς στο στόχαστρο τέθηκε τόσο η επιχειρησιακή ικανότητα της Αστυνομίας όσο και η πολιτική διάσταση που προσέλαβε το θέμα, ιδιαίτερα μετά τη διαμαρτυρία του ΑΚΕΛ, τις τοποθετήσεις του Στέφανου Στεφάνου και τον «χαρτοπόλεμο» με το ΕΛΑΜ.
Για άλλη μια φορά, οι σκηνές βίας που διαδραματίστηκαν με αφορμή έναν ποδοσφαιρικό αγώνα αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα της οπαδικής βίας στην Κύπρο είναι βαθιά ριζωμένο. Η ελλιπής πρόληψη, η νεανική παραβατικότητα, η απουσία ουσιαστικής παιδείας αποτελούν μόνο ορισμένες από τις πτυχές που εντείνουν το φαινόμενο.
Η συγκεκριμένη αναμέτρηση ανάμεσα σε Ομόνοια και ΑΠΟΕΛ θεωρείται διαχρονικά ως αγώνας υψηλού κινδύνου, ακόμη κι αν το παιχνίδι είναι αδιάφορο βαθμολογικά. Άγνωστο παραμένει το κατά πόσον η Αστυνομία είχε πληροφόρηση για το ενδεχόμενο επίθεσης στο σωματείο της Ομόνοιας και δεν αξιολογήθηκε επαρκώς.
Την ίδια ώρα, το γεγονός ότι δεν ζήτησε απαγόρευση μετακίνησης φιλάθλων για το συγκεκριμένο παιχνίδι εγείρει αρκετά ερωτήματα. Σε περίπτωση που η Aστυνομία είχε πλήρη εμπιστοσύνη στην επιχειρησιακή ικανότητα των δυνάμεων ασφαλείας, τότε τα γεγονότα που ακολούθησαν εκθέτουν σοβαρά τον σχεδιασμό. Το γεγονός ότι περιπολικό αποχώρησε με το τέλος του αγώνα και από τη στιγμή που, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν, σημειώθηκαν επεισόδια, αποδεικνύει ότι αυτά δεν ήταν επαρκή. Το αποτέλεσμα ήταν οι χούλιγκαν να δράσουν ανενόχλητοι, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.
Παράλληλα, επανέρχεται στο προσκήνιο και η συζήτηση για την ποινική αντιμετώπιση της χρήσης επικίνδυνων αντικειμένων, όπως οι φωτοβολίδες. Σε παλαιότερα περιστατικά, όπως στις επιθέσεις οπαδών της ΑΕΛ κατά αστυνομικών, ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης είχε δηλώσει ότι η χρήση ναυτικών φωτοβολίδων πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απόπειρα φόνου. Και, όμως, στο πιο πρόσφατο περιστατικό, οι κατηγορίες που διερευνώνται δεν περιλαμβάνουν κάτι ανάλογο. Πώς γίνεται να χαρακτηρίζεται ως απόπειρα φόνου η ρίψη φωτοβολίδας προς αστυνομικό, αλλά όχι και η επίθεση εναντίον ατόμων, μεταξύ των οποίων ηλικιωμένοι;
Η πολιτικοποίηση των επεισοδίων
Το ζήτημα απέκτησε για πρώτη φορά μετά από χρόνια και σαφή πολιτική χροιά. Το ΑΚΕΛ πραγματοποίησε διαμαρτυρία έξω από το σημείο όπου έγιναν τα επεισόδια, γεγονός που έδωσε νέα διάσταση στην υπόθεση. Βέβαια, το δικαίωμα στη διαμαρτυρία είναι θεμελιώδες και αναφαίρετο. Ωστόσο, γεννώνται ερωτήματα για την πολιτικοποίηση των γεγονότων, καθώς σε παλαιότερα επεισόδια δεν υπήρξε πολιτική παρέμβαση.
Η αντιπαράθεση μεταξύ των δυο μεγάλων ομάδων της Λευκωσίας εδώ και δεκαετίες έχει ιδεολογικές αποχρώσεις, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι όλα τα επεισόδια έχουν πολιτικά κίνητρα. Αντίθετα, υπήρξαν συγκρούσεις μεταξύ οπαδών με κοινές πολιτικές πεποιθήσεις, χωρίς να τύχουν πολιτικής εκμετάλλευσης.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ, Στέφανος Στεφάνου, κατήγγειλε πως πίσω από την επίθεση κρύβονται ακροδεξιά και εθνικιστικά κίνητρα. Όμως, όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε, η τελική κρίση ανήκει στην Αστυνομία, η οποία διερευνά την υπόθεση και οφείλει να παρουσιάσει τεκμηριωμένα στοιχεία ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Οι χειρισμοί της Αστυνομίας
Στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης επανέρχεται και το ζήτημα χειρισμού τέτοιων υποθέσεων από την Αστυνομία. Ο πρόεδρος του κλάδου αστυνομικού σώματος «Ισότητα», Νίκος Λοϊζίδης, τοποθετήθηκε ανοιχτά τόσο για την ευθύνη της Αστυνομίας όσο και για τη θεσμική απουσία στην πρόληψη τέτοιων φαινομένων.
Ο κ. Λοϊζίδης αναγνώρισε ευθύνες στην Αστυνομία για τα επεισόδια και εξήγησε τις επιχειρησιακές δυσκολίες λόγω περιορισμένων πόρων. «Το παιχνίδι είχε 132 αστυνομικούς. Αντιλαμβάνεστε ότι δεν ήταν χαμηλής επικινδυνότητας. Αν υπήρχε η ευχέρεια, ίσως να έπρεπε να είχαμε 200 αστυνομικούς. Όμως, 132 και που βάλαμε ήταν μεγάλη επιτυχία στις σημερινές οικονομικές συνθήκες».
Για την απουσία συλλήψεων εντός του σταδίου κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, ο ίδιος επεσήμανε ότι, για να μπορέσεις να κάνεις συλλήψεις στην κερκίδα, πρέπει να αξιολογήσεις τους κινδύνους, γιατί δεν θέλεις να ρίξεις δακρυγόνα και να προκαλέσεις πανικό. Εξάλλου, πρόσθεσε, υπάρχει υλικό από κάμερες και αναμένονται ταυτοποιήσεις.
Ιδιαίτερη ανησυχία εξέφρασε για τη δράση των οργανωμένων συνόλων, λέγοντας πως αυτήν τη στιγμή εκκολάπτονται εγκληματικά στοιχεία στον πυρήνα οπαδικών συνόλων. «Δεν πάνε στο γήπεδο για τον αγώνα. Πάνε για να σκοτώσουν, να κάνουν χρήση ναρκωτικών, να διαπράξουν εγκλήματα».
Ο πρόεδρος της «Ισότητας» κατήγγειλε και τη στάση των σωματείων, σημειώνοντας πως προσφέρουν διευκολύνσεις χωρίς να αναλαμβάνουν ευθύνες. «Πολλά σωματεία παρέχουν στους συνδέσμους δωρεάν εισιτήρια, ενώ γνωρίζουν τη δράση τους. Κανένα όμως δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη για τις ενέργειές τους».
Αναφερόμενος στη θεσμική αδράνεια, τόνισε την ανάγκη για αυστηρότερη νομοθεσία. «Εδώ και χρόνια ζητάμε νομοθεσίες. Να θεωρείται ποινικό αδίκημα η απόκρυψη προσώπου χωρίς εύλογη αιτία. Να μπορούν να χαρακτηριστούν κάποιοι σύνδεσμοι ως εγκληματικές οργανώσεις. Οι σύνδεσμοι φιλάθλων λειτουργούν ως απρόσωπα σχήματα. Δεν έχουν ευθύνη, δεν έχουν καταχωρισμένα συμβούλια».
Προειδοποίησε δε με δραματικό τόνο για την πιθανότητα ανθρώπινων απωλειών, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα. «Αν δεν δράσουμε, του χρόνου θα έχουμε νεκρούς», τόνισε.
Στάθηκε και στην εσωτερική κρίση του Αστυνομικού Σώματος, καταγγέλλοντας υποστελέχωση, έλλειψη περιπολιών και ανεπαρκή χρηματοδότηση. «Υπάρχουν μειωμένα κονδύλια για υπερωρίες. Οι χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί εργάζονται σκληρά και δεν επιβραβεύονται επαρκώς. Η κατάσταση δημιουργεί απογοήτευση στο προσωπικό».
Ο κ. Λοϊζίδης πρότεινε, τέλος, συγκεκριμένες θεσμικές λύσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος. «Όποιος έχει διαρθρωμένη ομάδα με σκοπό την τέλεση ποινικών αδικημάτων, όπως η καταστροφή περιουσιών, η ρητορική μίσους και η διασάλευση της ειρήνης, πρέπει να θεωρείται εγκληματική οργάνωση. Οι σύνδεσμοι που δεν είναι καταγραμμένοι με βάση τον νόμο περί σωματείων, να μετατραπούν υποχρεωτικά σε κοινωνικές οργανώσεις».
Τα νομοσχέδια που βρίσκονται στα συρτάρια
Πέρα από τις συλλήψεις και την παραπομπή των δραστών στη Δικαιοσύνη, είναι ξεκάθαρο πως τόσο το Υπουργείο Δικαιοσύνης όσο και η Αστυνομία οφείλουν να επανεξετάσουν τα μέτρα ασφαλείας που εφαρμόζονται σε ποδοσφαιρικούς αγώνες υψηλού κινδύνου.
Αυτό ισχύει όχι μόνο για τις περιοχές έξω από τα γήπεδα, αλλά και για άλλες υψηλού κινδύνου τοποθεσίες, όπου συχνά σημειώνονται έκτροπα. Η ανικανότητα πρόληψης και αντιμετώπισης τέτοιων περιστατικών, όπως είχε φανεί και στο ντέρμπι Απόλλων - ΑΕΛ τον περασμένο Ιανουάριο, δείχνει πως τα λάθη επαναλαμβάνονται.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εδώ και καιρό, έχει αναφερθεί στις νομοθετικές πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της βίας στους αθλητικούς χώρους. Σύμφωνα με πληροφορίες, ένα από τα νομοσχέδια αυτά έχει ήδη κατατεθεί στη Βουλή και συζητήθηκε μόνο μία φορά στην αρμόδια Επιτροπή.
Πρόκειται για το νομοσχέδιο που περιλαμβάνει την υποχρεωτική χρήση αλκοτέστ και ναρκοτέστ σε φιλάθλους πριν από την είσοδό τους στα γήπεδα και που θα δίνει την εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίζει για την απαγόρευση μετακινήσεων οπαδών. Η ρύθμιση αυτή βρίσκει αντίθετη την ΚΟΠ, η οποία προειδοποιεί για τον κίνδυνο επιβολής ποινών από τις ευρωπαϊκές Αρχές, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν με την Ελλάδα.
Το δεύτερο νομοσχέδιο αφορά τη λειτουργία των συνδέσμων φιλάθλων, με την πρόταση να τίθεται υπό τον έλεγχο των σωματείων ή των εταιρειών. Αν και η δημόσια διαβούλευση ολοκληρώθηκε εδώ και περίπου δύο μήνες και κάποια αρχικά συνταγματικά ζητήματα έχουν διευθετηθεί, το νομοσχέδιο παραμένει «κολλημένο» και δεν έχει ακόμη φτάσει στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις, φαίνεται πως υπάρχει αδράνεια και ο χρόνος πλέον πιέζει, καθώς η Βουλή θα κλείσει για το καλοκαίρι και η ψήφιση των νομοσχεδίων πριν από την έναρξη της νέας σεζόν μοιάζει με ουτοπία.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση που και τα δύο νομοθετήματα συζητηθούν και ψηφιστούν, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα μειωθεί ουσιαστικά η βία, καθώς πλέον τα περισσότερα επεισόδια, λαμβάνουν χώραν εκτός γηπέδων, κάνοντας το έργο της Αστυνομίας πιο δύσκολο. Το πιο πρόσφατο περιστατικό στο σωματείο της Ομόνοιας το βράδυ της Κυριακής είναι χαρακτηριστικό. Η καθυστέρηση στην επέμβαση επέτρεψε στους ταραξίες να δράσουν ανεμπόδιστα, θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο αθώους πολίτες.
Τέτοια φαινόμενα καταδεικνύουν το βάθος του προβλήματος και καλούν για ριζικές, άμεσες παρεμβάσεις σε επίπεδο Πολιτείας. Η βία δεν είναι πια απλώς ένα πρόβλημα των γηπέδων. Είναι ένα μείζον ζήτημα δημόσιας τάξης.
ΠΗΓΗ: Σημερινή