Για ακόμη μία φορά ένα σκηνικό που διαδραματίστηκε στον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Φίλων ΠΑΟΚ, πέρασε στο ντούκου. Η αλήθεια είναι πως η συμπεριφορά όλων μας απέναντι στο κάστρο του ΠΑΟΚ στην Αθήνα, δείχνει και το επίπεδο αβαβά συνοχής που έχουμε. Αναδεικνύει σε μεγάλο βαθμό τη λογική του θεαθήναι που επικρατεί στον ΠΑΟΚ της σύγχρονης εποχής.
Θέλοντας να ευαισθητοποιήσω κάποιους δικούς μας στη Θεσσαλονίκη όπου και ζω τα τελευταία 14 χρόνια – πέρασαν τόσα – θα σας παρουσιάσω τι ακριβώς περνάει ένας ενεργός Αθηναίος ΠΑΟΚτσής.
Ενεργός, εννοώ αυτόν που πηγαίνει στο γήπεδο, δείχνει τα μούτρα τους στις γειτονιές, τον γνωρίζουν αυτοί που ασχολούνται από τους αντιπάλους. Που δηλώνει αυτό που είναι, που έρχεται σε αντιπαράθεση, που γίνεται ενοχλητικός.
Πρώτα απ όλα, η Αθήνα είναι το πλέον εχθρικό έδαφος για έναν ενεργό ΠΑΟΚτσή. Ιδιαίτερα σε περιοχές της Δυτικής πλευράς ή του κέντρου – απόκεντρου, τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Σίγουρα ήταν, αποκλείεται να μην είναι ακόμη.
Στο σχολείο είσαι ο Βούλγαρος. Αισθάνεσαι τυχερός αν έχεις έναν ακόμη δικό σου. Εγώ για παράδειγμα δεν είχα κανέναν. Έκατσε έτσι. Ο πιο κοντινός μου, ήταν ο Ανδρέας Κοντόπουλος, ηθοποιός σήμερα, που έμενε στην Αγία Παρασκευή. Με αυτόν έλεγα καμιά κουβέντα για να με καταλαβαίνει.
Μπορεί να καταλάβει ένας Θεσσαλονικιός οπαδός του ΠΑΟΚ, πως ήταν η Δευτέρα στο σχολείο άμα χάναμε; Άστα να πάνε…
Ήμουν τυχερός βέβαια, γιατί τότε πηγαίναμε παντού. Μέσα, έξω, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, ακόμη και βόλεϊ. Τώρα είναι η αλήθεια πως τα πράγματα δυσκόλεψαν σε επίπεδο παρακολούθησης της ομάδας.
Πως και πως περιμέναμε να έρθει η ομάδα να παίξει, ενώ υπήρχαν στιγμές που ο Πανελλήνιος δεν ήταν στα καλά του και δεν μπορούσαμε να βάλουμε πούλμαν για τα εκτός. Άντε με το ΚΤΕΛ και χωρίς παρέα. Και μιλάμε για εποχές Βουλινού, γιατί σε αυτή έπεσε η γενιά μου. Η ομάδα κωμωδία, στο ποδόσφαιρο λιγότεροι απ ότι στο μπάσκετ.
Στο Πανελλήνιο έβρισκαν καταφύγιο όλα τα κατατρεγμένα ΠΑΟΚτσάκια. Ερχόντουσαν από Θεσσαλονίκη, κοιμόντουσαν στο πανό, ηρεμούσανε και μετά γύριζαν στη βάση τους.
Πλέον, δεν βολτάρουμε στην Ομόνοια όπως τότε, αλλά η ουσία είναι πως ως σύλλογος ΠΑΟΚ δεν φροντίσαμε ποτέ τον Πανελλήνιο. Για την ακρίβεια, δεν του αποδώσαμε το κομμάτι που του ανήκει στην ιστορία, γιατί απλούστατα συμβαίνει αυτό που αναφέρω στην αρχή. Έχουμε αβαβά επίπεδο συνοχής. Θα βοηθήσει λίγο η ΘΥΡΑ 4, λίγο η Νεάπολη, το Πέραν Κλαμπ και κάπου εκεί η υποχρέωση κρύβεται μέσα από την πραγματική ανάγκη υποστήριξης του κάστρου μας στην Αθήνα.
Με το πέρασμα των χρόνων και μεγαλώνοντας, διαπίστωσα πως το δικό μου φαινόμενο, αυτό που έζησα εγώ στην Αθήνα, ήταν μοναδικό. Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ ήταν πολύ περισσότεροι απ ότι υπολόγιζα.
Τους συναντώ παντού στην Αθήνα, μιλάμε, μου λένε πάντα για την αδυναμία τους να συσπειρωθούν γύρω από μία βάση. Να έχουν ένα σημείο εκκίνησης.
Αντί ο σύλλογος να φροντίσει από μόνος του να μεταφέρει τον Πανελλήνιο σε σημείο τέτοιο που θα διαθέτει τους βασικούς κανόνες ασφάλειας, που θα μπορεί να μπει έστω μία πόρτα ασφαλείας, που θα κατανοήσουν όλοι πως αυτό το κομμάτι είναι του ΠΑΟΚ και κανενός άλλου, έχει αφήσει ανθρώπους να παλεύουν μόνοι τους ανά γενιές για να μπορέσουν να τον κρατήσουν ανοιχτό.
Για εμένα, η βασική αρχή του ΠΑΟΚ θα έπρεπε να είναι η «φροντίζω τους δικούς μου». Οι συγκεκριμένοι «δικοί μου» είναι οι πλέον μπαρουτοκαπνισμένοι, είναι αυτοί που βγάζουν το μεγαλύτερο λούκι και είναι αυτοί που θα έπρεπε να σεβόμαστε οπαδικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο συνοπαδό.
Αντ αυτού, καλυπτόμαστε – κρυβόμαστε μέσα από την απόσταση και αφήνουμε λίγους ποσοτικά ανθρώπους, να κρατήσουν τη σημαία ψηλά, μέσα σε εχθρικό έδαφος. Και ευτυχώς για τον ΠΑΟΚ, οι Αθηναίοι οπαδοί του έχουν την καλώς εννοούμενη αλητεία στο DNA τους με αποτέλεσμα να μη λυγίζουν ποτέ. Όμως κάποτε, η ιστορία θα πρέπει να καταγράψει την προσφορά τους και ο σύλλογος να υποστηρίξει το έργο τους.
Πηγή: paok24.gr