Κυρίες και Κύριοι, κυρίως Κυρίες, η μόνιμη γυναικεία απορία προς τους άνδρες συντρόφους τους μπορεί να συμπληρώνει 166 χρόνια ύπαρξης, αλλά με τόσες μετατροπές και τροποποιήσεις που υπέστη ο συγκεκριμένος κανόνας από το μακρινό 1857 έως σήμερα, μην νομίζετε ότι κι εμείς το’ χουμε καταλάβει πλήρως.

Πόσο μάλλον τα τελευταία χρόνια, όταν αφέθηκε στα χέρια της Επιστήμης ή της πλέον προηγμένης τεχνολογίας, του line technology ή του Var (Video Assistance Referee), συνεχίζοντας και πάλι, να γεννά και να προκαλεί συζητήσεις εβδομάδων, διενέξεις και πάνω απ’ όλα ένα κλίμα γενικής δυσαρέσκειας για μία παράβαση μερικών εκατοστών, χιλιοστών, μισού παπουτσιού, μίας μύτης ή ακόμη κι ενός νυχιού. Εννοείται του νυχιού του επιτιθέμενου: λίγο πιο μπροστά από τη νοητή γραμμή κάλυψης του αμυντικού.

Το Off-Side συζητιέται από το 1857 κι όπως όλοι οι κανόνες έχει τους υπερασπιστές του, αλλά και του διαφωνούντες. Παρόλα αυτά, όχι μόνο αντέχει στον χρόνο, αλλά παραμένει ένα βασικό θεμέλιο του ποδοσφαίρου άσχετα εάν χτυπήθηκε από κύματα συντηρητισμού κι αργότερα εκμοντερνισμού στην προσπάθεια, πάντοτε της επίτευξης μίας απόλυτης δικαιοσύνης που, δυστυχώς ή ευτυχώς είναι αδύνατο να επιτευχθεί.

Ο κανονισμός Νο 11 του λαοφιλέστερου αθλήματος του πλανήτη γεννήθηκε στο Σέφιλντ, έδρα του αρχαιότερου ποδοσφαιρικού συλλόγου της Ιστορίας, στο μυαλό των Ναθάνιελ Κρέσγουϊκ και Ουϊλιαμ Πρεστ, ιδρυτών του Sheffield Football Club. Γεννήθηκε αρχικά ως Sheffield Rules, ένα χειρόγραφο εγχειρίδιο με το οποίο οι εφευρέτες του προσπάθησαν να επιβάλλουν τάξη και πειθαρχεία στην ποδοσφαιρική αναρχία της εποχής γιατί τα μεγάλα σκορ, του τύπου 9-6, 11-5 ή 12-4 δεν οφείλονταν τόσο στο θέαμα ή την ικανότητα, όσο στην πονηριά όσων παικτών «άραζαν» στην αντίπαλη περιοχή περιμένοντας, απλά να πάρουν τη μπάλα και να τη στείλουν στα αντίπαλα δίχτυα.

Οι «Κανόνες του Σέφιλντ», που άντεξαν έως το 1877, αλλά μόνο για όσα παιχνίδια διεξάγονταν στην ευρύτερη περιοχή του Σέφιλντ και των Midlands αρχικά προέβλεπαν ότι «οφ-σάιντ είναι, τη στιγμή που ένας παίκτης κλωτσήσει τη μπάλα κι οι συμπαίκτες του βρεθούν πιο κοντά στο αντίπαλο τέρμα απ’ ότι οι αμυντικοί αντίπαλοί του. Τότε είναι που δεν θα έχει κανένα δικαίωμα ν’ ακουμπήσει τη μπάλα ή ν’ απαγορεύσει στους αντιπάλους του να την ακουμπήσουν πρώτοι».

Σταδιακά, η καινοτομία των Κρέσγουϊκ και Πρεστ μαγνήτισε το ενδιαφέρον της Football Association που στις 8 Δεκεμβρίου του 1863 κωδικοποιούσε, αναβάθμιζε και συμπεριελάμβανε το οφ-σάιντ ως τον κανονισμό Νο 6 του ποδοσφαίρου τροποποιώντας όμως την αρχική ιδέα με, τουλάχιστον τέσσερις αντίπαλους να βρίσκονται ανάμεσα στον τερματοφύλακα και τον επιτιθέμενο.   

Κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβώς έπρεπε ή δεν έπρεπε να κάνει. Η κατάσταση ξέφυγε γρήγορα, στα παμπ της εποχής κηρύσσονταν κανονικότατοι πόλεμοι μεταξύ πόλεων κι ο διαιτητής, που και τότε είχε μόνο δύο μάτια βρισκόταν μονίμως στη μέση λιθοβολημένος και κατηγορούμενος είτε από τους μεν, είτε από τους δε ανήμποροι να σκεφτούν ότι και το ανθρώπινο λάθος μπορεί να γίνει αναπόφευκτα μέρος του παιχνιδιού. 

Το 1907 το οφ-σάιντ εφαρμόστηκε μόνο στο μισό γήπεδο του αντιπάλου, αν κι η πραγματική επανάσταση έγινε το 1925 με την ιδέα του «παθητικού»: δηλαδή, δεν ήταν οφ-σάιντ ο παίκτης που δεν επηρέαζε τη συνέχεια της φάσης κι έτσι το International Board, στο 5άστερο της εποχής Rue de la Paix του Παρισιού αποφάσιζε να περάσει από τους τρεις, στους δύο παίκτες.

«Ένας παίκτης είναι οφ-σάιντ όταν, τη στιγμή που πάρει τη μπάλα από συμπαίκτη του δεν βρίσκονται, ανάμεσα σε εκείνον και τη γραμμή του τέρματος τουλάχιστον δύο αντίπαλοι παίκτες, όχι απαραιτήτως ο τερματοφύλακας. Εκτός κι αν η μπάλα βρεθεί στα πόδια του κατευθείαν από κόρνερ ή από πλάγιο».

Πάνω ακριβώς σ’ εκείνη τη θεωρία οι προπονητές άρχισαν να εφαρμόζουν τις στρατηγικές ιδέες τους. Ο Χέρμπερτ Τσάμπαν, για παράδειγμα εφεύρε το WM, ή απλά «Το Σύστημα» με την ενίσχυση της πίσω γραμμής μ’ έναν επιπλέον παίκτη. Μετά το «σύστημα» ξεπεράστηκε ή προσπεράστηκε, είτε από το λίμπερο, το κατενάτσο, το μαν του μαν, τη ζώνη ή και τη «βρώμικη» ζώνη. Και πάλι όμως επικρατούσαν η σύγχυση κι η αβεβαιότητα. Μέχρι που το πραγματικό φως, με την έννοια της νοητής γραμμής με την οποία καλύπτεται ή όχι ένας επιτιθέμενος ήρθε αναπόφευκτα μέσω της τηλεόρασης, και μετά τα πλέον σοφιστικέ ευρήματα της τεχνολογίας αν και στο πρόσφατο Φιορεντίνα- Μπράγκα, το line technology επικύρωσε γκολ των Ιταλών που αργότερα το Var ακύρωσε. Τρέχα γύρευε, δηλαδή. Εξάλλου όλοι με τον διαιτητή τα βάζουν, που μπορεί να έχει στη διάθεσή του περισσότερα εργαλεία, όχι όμως απαραιτήτως απόλυτης ακρίβειας. Ενώ εξακολουθεί να διαθέτει (ακόμη) δύο και μόνο μάτια.

Με τον διαιτητή τα’ βαλαν και στο ντέρμπι του «Καραϊσκάκης» κι ενώ είχε αρχικά δείξει τη σέντρα μετά το γκολ του Βρουσάι στο 90’. Κλήθηκε όμως από το Var να ξανά δει τη φάση και ορθώς το ακύρωσε, είτε για οφ-σάιντ του Βρουσάι, είτε του Ελ Αραμπί, είτε για επιθετικό φάουλ του τελευταίου. Κανείς δεν κατάλαβε σε γρήγορη κίνηση. Άπαντες όμως το κατάλαβαν μετά ότι το γκολ του Ολυμπιακού δεν έπρεπε να μετρήσει και σωστά δεν μέτρησε.

 Κατάλαβες τώρα αγάπη μου; Όχι αγάπη μου, αλλά δεν πειράζει, άστο…