Πίσω από την καθολική μεταμόρφωση των «Blaugrana», που κατέκτησαν τη «La Liga» Νο 28 της Ιστορίας τους και 11η στα τελευταία 20 χρόνια βρίσκεται αναμφισβήτητα η μαεστρία του 49χρονου προπονητή που είχε σαρώσει τα πάντα και με τη Μπάγερν Μονάχου.
Διαβάστε επίσης...
Η αποφασιστικότητά του ν’ αλλάξει ριζικά το σύστημα. Η εμμονή του να στήσει την άμυνα όσο περισσότερο μακριά, από την περιοχή του τερματοφύλακα, γινόταν. Η διορατικότητά του ως προς το ν’ αλλάξει θέσεις σε παίκτες που δεν απέδιδαν τόσο, όσο σύμφωνα με το έμφυτο ταλέντο τους. Η μεταμόρφωση του Ραφίνια (σκόρερ 18 γκολ, το τριπλάσιο απ’ ότι πέρυσι) και του Λεβαντόφσκι: 40 γκολ στο σύνολο, από τα οποία τα 25 στο πρωτάθλημα.
Οι ενέσεις ηθικού, η πεποίθηση, αλλά και η βεβαιότητα ότι ο Λαμίν Γιαμάλ δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τον Μέσι που είχε συμπληρώσει τις 100 συμμετοχές με τους «Blaugrana» τρία χρόνια αργότερα. Ενώ, έχει σημασία το νέο Φαινόμενο της παγκόσμιας μπάλας στα 17 του ήταν ήδη πρωταθλητής Ευρώπης και δύο μήνες πριν τα 18 του έχει ήδη κατακτήσει τη 2η του Liga. Τα γκολ του, μπορεί να μην είναι ακόμη πολλά, αλλά από μόνες τους, η ωριμότητά του και οι μεθυστικές του ντρίμπλες ή τα ατελείωτα ασίστ στους συμπαίκτες του προαναγγέλλουν ότι οι Καταλανοί, όσο η εθνική Ισπανίας θα βρίσκονται στην κορυφή για πολλά χρόνια ακόμη.
Στα συν του Φλικ, επίσης συγκαταλέγεται και το μεγάλο του στοίχημα, όταν τραυματίστηκε ο βασικός γκολκίπερ Τερ Στέγκεν, να φωνάξει από τη Μαρμπέγια τον πεπειραμένο Σζέζνι, που αφού εκδιώχθηκε κακήν, κακώς από τη Γιουβέντους απολάμβανε στην Ανδαλουθία την πρόωρη σύνταξή του με γκολφ, αλλά και πολλά πακέτα τσιγάρα.
Από τις ριζοσπαστικές του εμπνεύσεις γεννήθηκε μία ομάδα θεαματική, που σκόρπιζε τον τρόμο στην οποιαδήποτε, αντίπαλη περιοχή. Μία άριστα φτιαγμένη «μηχανή του γκολ», με 169 τέρματα σε όλες τις διοργανώσεις (μέσο όρο 2.96 ανά αγώνα), και 97 γκολ (μέσο όρο 2.69 ανά αγώνα), σε 36 παιχνίδια πρωταθλήματος. Που μ’ εξαίρεση το 4-3 από την Ίντερ, κι εκείνο πάλι στην παράταση δεν έχει χάσει ακόμη μες στο 2025, σε αντίθεση με τις 5 ήττες του ’24.
Μία ομάδα λοιπόν, που από τη μέση και πάνω ήταν ικανή να φουσκώνει τα αντίπαλα δίκτυα όποτε ήθελε ή το αποφάσιζε, πολλές φορές θυσιάζοντας και εκθέτοντας, στο βωμό του θεάματος την άμυνα. Χαρακτηριστική, εξάλλου και μία πρόσφατη δήλωση του Σζέζνι: «Εάν είμαι εδώ και την επόμενη σεζόν, καλό θα ήταν ν’ αγοράσω μία ντουντούκα γιατί οι Ινίγκο και Κουμπαρσί είναι συνήθως τόσο πολύ μακριά που δεν με ακούνε με τίποτα». Μία άμυνα, δηλαδή άκρως επικίνδυνη και για αθλητική «αυτοκτονία», αλλά που συμβαδίζει απόλυτα με τη φιλοσοφία («σημασία έχει να πετύχεις πάντα ένα γκολ παραπάνω») του Φλικ.
Πάνω απ’ όλα μία ομάδα, που για πρώτη φορά από το μακρινό ’82 ταπείνωσε τέσσερις φορές τη «βασίλισσα» Ρεάλ Μαδρίτης θριαμβεύοντας και στα τέσσερα «El Clasico» της χρονιάς και μάλιστα με εκκωφαντικό τρόπο: 0-4 και 4-3 για το πρωτάθλημα, 3-2 στον τελικό του Κυπέλλου, 2-5 στον τελικό του ισπανικού Σούπερ Καπ. Εν ολίγοις, όταν λέγεσαι Ρεάλ Μαδρίτης και δέχεσαι 16 γκολ από την «αιώνια» είναι βέβαιο πως κάτι δεν πάει καλά ή ότι ο αντίπαλος παρά έγινε ανίκητος και ισχυρότερος. Κι όλα αυτά, με τους ίδιους ακριβώς παίκτες που είχε και πέρυσι ο Τσάβι. Κάτι θα σημαίνει.