Για να δώσουμε μία εικόνα του πόσο απλού και λιτού υπήρξε ο άνθρωπος καταδικασμένος να εξελιχθεί σε «Βασιλιά της Μόδας» καταθέτουμε ένα πραγματικό περιστατικό που διαδραματίστηκε πριν από 25 χρόνια στο Μιλάνο, στην κατεξοχήν πρωτεύουσα της ιταλικής «Haute Couture», της υψηλής δηλαδή ραπτικής.

 Ένα ανδρόγυνο περπατούσε ανέμελο στη Via Montenapoleone, μία από τις πλέον σικ και κεντρικές οδούς της πόλης, επιπλέον άντρο όλων των φημισμένων, ιταλικών (αν και υπάρχει ένα της Chanel), οίκων μόδας: Versace, Gucci, Prada, Moschino…

 Κάποια στιγμή, στο εσωτερικό του ατελιέ του, ένας κομψός κύριος, μεγάλης ηλικίας ντυμένος στα μαύρα και με κατάλευκα μαλλιά καθάριζε με σχολαστικότητα τα τζάμια της βιτρίνας. Ξαφνικά εκείνη, απευθυνόμενη στον άνδρα της του ψιθύρισε «ρε συ, αυτός μοιάζει με τον Αρμάνι!». Κι εκείνος, ακόμη περισσότερο έκπληκτος της απάντησε «όχι απλά μοιάζει, αλλά είναι ο ίδιος ο Αρμάνι!».

 Ήταν ο ίδιος ο Τζόρτζο Αρμάνι πράγματι, ο άνθρωπος, των περιοδικών και της πασαρέλας που ακόμη και μ’ ένα ajax κι ένα πανί στα χέρια εξέπεμπε την ίδια ακριβώς χάρη, ευγένεια και κομψότητα φροντίζοντας, μέχρι τέλους και την παραμικρή λεπτομέρεια.

 Με τις βιτρίνες και την καθαριότητα, εξάλλου δεν είχε απλά ένα μανιακό πάθος, αλλά ήταν σχεδόν επιτακτικές ανάγκες που είχαν εντρυφήσει τόσο βαθιά στο dna του γιατί τις φρόντιζε, καθάριζε και τακτοποιούσε επί μία 20ετία ως υπάλληλος της «La Rinascente», στην Piazza Duomo.   

 Στο Μιλάνο είχε μετακομίσει στα 15 του, αφήνοντας πίσω του την φτώχεια, το κρύο, τη λάσπη, την ομίχλη, αλλά και τις γερμανικές βόμβες που είχαν ισοπεδώσει τη γενέτειρά του Πιατσέντσα.

 Στο φημισμένο πολυκατάστημα, αντίστοιχο του «Harrods», για τους Ιταλούς εργάστηκε από το ’52 έως το ’72, παράλληλα μάθαινε τα μυστικά της μόδας δίπλα από τον σχεδιαστή Νίνο Τσερρούτι και 41άρης, πλέον, το ’75 ίδρυσε την «Armani Spa» μαζί με τον συνέταιρο και από το ‘66 σύντροφό του Σέρτζο Γκαλεόττι που θα’ φευγε από τη ζωή δέκα χρόνια αργότερα νικημένο από λευχαιμία.

 Τις πόρτες της παγκόσμιας φήμης και επιτυχίας τις είχε πρώτο ανοίξει εντελώς τυχαία ή κατά λάθος η Αμερικανίδα ηθοποιός Νταϊάν Κίτον, το ’78 τη στιγμή που ντυμένη μ’ ένα απλό σακάκι ανέβαινε το πάλκο της σκηνής για να παραλάβει το Oscar 1ου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στο «Me & Annie» του Γούντι Άλεν. Ενώ η μόδα του Ιταλού σχεδιαστή καθιερώθηκε μία για πάντα δύο χρόνια αργότερα με το «American Gigolo», όπου μαζί με τον Ρίτσαρντ Γκιρ τη σκηνή είχαν κατακτήσει τα ανάλαφρα ρούχα του, που έπεφταν στα κορμιά των ηθοποιών με την ανύπαρκτη βαρύτητα ενός ροδοπέταλου.

 Δεν του άρεσαν τα έντονα χρώματα, αν και είχε εφεύρει ένα ολόδικό του: το «greige», συνδυασμός του γκρι και του μπεζ της άμμου. Έχτισε την αυτοκρατορία του πάνω στο μαύρο, το λευκό και το μπλε και τη μόνη φορά που φόρεσε ένα κόκκινο μπλουζάκι ήταν για να πανηγυρίσει την κατάκτηση του πρωταθλήματος της ομάδας μπάσκετ Ολύμπια Αρμάνι Μιλάνο την οποία παρακολουθούσε από τότε που ονομαζόταν Μπορλέττι.

 «Μου αρέσει το μπάσκετ γιατί είναι γρήγορο, οργανωμένο, απρόβλεπτο και διασκεδαστικό, όπως ακριβώς και η δουλειά μου», έλεγε το 2008 όταν αγόραζε το πλειοψηφικό πακέτο μίας ομάδας στην οποία, μέχρι σήμερα επένδυσε περισσότερα από 200εκ. ευρώ.

 Επί των ημερών του η Ολύμπια κατέκτησε 6 πρωταθλήματα, 4 Κύπελλα και 5 Σούπερ Καπ Ιταλίας, συμμετέχοντας μία φορά και σε Final Four. Με το ποδόσφαιρο δεν είχε την ίδια τρέλα, αν και που και που παρακολουθούσε κάποια παιχνίδια της Μίλαν. Είχε όμως με τον Ουκρανό ποδοσφαιριστή των «Rossoneri», Αντρέι Σεβσένκο, ο αριθμός της φανέλας του οποίου τον ενέπνευσε να λανσάρει το αθλητικό και επίσης ισχυρό brand name με το λογότυπο EA7.

 Με αυτό έντυσε, κατά καιρούς την εθνική Ιταλίας και Αγγλίας, τις Τσέλσι, Νιουκάσλ, Νάπολι ή τη λατρεμένη του Πιατσέντσα. Όσο τις ολυμπιακές, ιταλικές ομάδες που έλαβαν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες σε Λονδίνο, Ρίο Ντε Ζανέιρο, Τόκιο, Παρίσι, Κορτίνα.

 «Κομψότητα δεν σημαίνει να δείχνεσαι, αλλά να σε θυμούνται», μία από τις αγαπημένες του φράσεις, μαζί με το «μία χαζή γυναίκα, ντυμένη με ένα ωραίο φόρεμα θα ξεχαστεί αμέσως. Ενώ μία έξυπνη, σε ένα άσχημο φόρεμα θα σου κινήσει το ενδιαφέρον».

 Με τα χρόνια έχτισε ένα όνομα και μία αυτοκρατορία με περισσότερες από 600 μπουτίκ, σπαρμένες ανά τον κόσμο και περισσότερους από 9.000 υπαλλήλους. Δάνεισε την υπογραφή του σε πολυτελή εστιατόρια και ανέλαβε προσωπικά τη διακόσμηση του 7άστερου «Μπούρτζι Αράμπ», του πολυτελέστερου ξενοδοχείου του πλανήτη, χτισμένου στο υψηλότερο, με 823μ. κτήριο του κόσμου.

 Εκτιμήθηκε ότι η περιουσία του ξεπέρασε τα 12δις δολάρια, αλλά έως και τον περασμένο Μάρτιο, πριν αρρωστήσει πήγαινε καθημερινά στο ατελιέ της Via Montenapoleone επιβλέποντας, ίσως και καθαρίζοντας την παραμικρή λεπτομέρεια της βιτρίνας απ’ όπου, κάποτε ξεκίνησαν όλα.