Υπάρχουν καλλιτέχνες που, όσο κι αν πέρασαν σιωπηλά στο χρόνο, δεν τους αξίζει να ξεχαστούν. Ο Διονύσης Θεοδόσης ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Μια φωνή μοναδική, μια ψυχή ανήσυχη, μια διαδρομή που κινήθηκε πάντα ανάμεσα σε δύο κόσμους: το φως της σκηνής και τη σιωπή του μοναχισμού. Αφορμή για αυτό το κείμενο στάθηκε οι γραμμές που έγραψε ο ένας Κυκλοθυμικός σε ένα Εξώστη.

Γεννημένος στο Ηράκλειο Κρήτης, στις 16 Ιουνίου 1958, κουβαλούσε εξαρχής μέσα του το σπέρμα του καλλιτέχνη. Η μητέρα του, Δέσποινα Παπαχριστοδούλου –γνωστή στο λαϊκό τραγούδι ως Ντέπη Παπά–, έκανε καριέρα στο εξωτερικό, ενώ ο πατέρας του, γιατρός από τη Ζάκυνθο, του χάρισε τη γείωση της επιστήμης. Ανάμεσα σε οικογενειακές εντάσεις και απουσίες, ο μικρός Διονύσης θα βρει στήριγμα στη γιαγιά του –μια δυναμική γυναίκα που αφιέρωσε τη ζωή της στην πίστη και το μεγάλωμα των εγγονιών της.

Σαν παιχνίδι στην αρχή, σαν εσωτερική αναζήτηση αργότερα, ο Θεοδόσης φλερτάριζε με τον μοναχισμό. Την ίδια ώρα, όμως, αναζητούσε εκτόνωση στη μουσική. Στα 15 του θα ανέβει σε μικρές επαρχιακές σκηνές, τραγουδώντας άλλοτε μικρασιάτικα κι ανατολίτικα –γι’ αυτό και το παρατσούκλι «Μουσταφά»– κι άλλοτε ροκάροντας με Deep Purple και Rolling Stones. Από τότε διαφάνηκε ότι θα ζούσε πάντα διχασμένος ανάμεσα σε δύο βάρκες: το ανατολίτικο και το δυτικό, το κοσμικό και το μεταφυσικό.

Μεγαλώνοντας, θα βρεθεί στην Ιατρική, πρώτα στο Άμστερνταμ και έπειτα στη Ρώμη, ενώ παράλληλα θα δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο θέατρο και στις μπουάτ. Εκεί θα γνωρίσει πρόσωπα που θα σημαδέψουν την πορεία του: την Τάνια Τσανακλίδου, τον Κώστα Τουρνά, τον Γιώργο Μαρίνο. Μα πάνω απ’ όλα, θα γίνει το «next big thing» του Γιάννη Σπανού. Δίπλα στον σπουδαίο συνθέτη θα μυηθεί στο γαλλικό chanson, θα αγαπήσει τον Μπρελ και την Πιαφ, θα σταθεί δίπλα στη Γαλάνη, την Πρωτοψάλτη, τον Νταλάρα, τη Βιτάλη, τον Μητσιά, την Αλεξίου.

Κι όταν ο Γιώργος Νταλάρας –ίσως ο καλύτερος «ανιχνευτής» ταλέντων της εποχής– τον κρατήσει στο πλευρό του για τέσσερα χρόνια, όλοι καταλαβαίνουν πως πρόκειται για μια φωνή που ήρθε για να μείνει. Το 1989, στα 31 του, θα κάνει το μεγάλο βήμα. Ο Θάνος Μικρούτσικος, με στίχους του Άλκη Αλκαίου, του χαρίζει τον πρώτο προσωπικό δίσκο. Μπαλάντες με ηλεκτρικούς ήχους, φωνή γεμάτη ψυχή και πάθος. Ο κόσμος ανοίγεται μπροστά του.

Κι όμως, εκείνος κρατούσε μέσα του έναν άλλο προορισμό. Όπως η αγαπημένη του γιαγιά είχε γίνει μοναχή, έτσι κι εκείνος ονειρευόταν μια μέρα να κλείσει τα μικρόφωνα και να φορέσει ράσα.

Τα χρόνια περνούν, και μετά τον Μικρούτσικο, ο δρόμος του συναντά τον Μάριο Τόκα. Ετοιμάζουν μαζί τον δίσκο που θα είχε τα «Δίδυμα Φεγγάρια». Παράλληλα, όμως, τα ταξίδια του στον Άγιο Όρος πληθαίνουν. Σύντομα η αλήθεια αποκαλύπτεται: ο Διονύσης δεν επισκεπτόταν μόνο το Άγιο Όρος. Ταξίδευε στο Λονδίνο, παλεύοντας με έναν επιθετικό καρκίνο.

Για τρεις μήνες, μητέρα και γιος θα μείνουν μαζί στο νοσοκομείο. Θα ξαναβρούν τη σχέση που είχαν χάσει, αγκαλιά με αγκαλιά, μέσα στον πόνο αλλά και στην αγάπη. Στις 19 Οκτωβρίου 1993, σε ηλικία μόλις 35 ετών, ο Διονύσης Θεοδόσης θα φύγει από τη ζωή.

Η κηδεία του θα γίνει στον Άγιο Θωμά στο Γουδί. Εκεί, ο ιερέας θα αποκαλύψει το τελευταίο μυστικό: λίγο πριν τις θεραπείες, ο Θεοδόσης είχε εκφράσει την επιθυμία του και εκάρη μοναχός. Ένας μοναχός χωρίς ράσα, που δεν πρόλαβε να επιστρέψει ποτέ για να τα φορέσει. Μετά την εξόδιο ακολουθία, το σώμα του μεταφέρθηκε στο Άγιο Όρος, εκεί όπου ήθελε να αφιερωθεί για πάντα.

Αυτός ήταν μεγάλος του Σκοπός! Δεν τον ήξερε κανείς. Τον κράτησε κρυφό μέχρι να τον αποκαλύψει ο πνευματικός του. Εκεί ήταν η ρίζα του, εκεί και η αιωνιότητά του.