Είμαστε σε μια γεωγραφική θέση όπου είμαστε αναγκασμένοι να διαβιούμε με ένα πολύ δύσκολο γείτονα. Με τον ένα ή άλλο τρόπο η τριβή μας με τις πάσης τουρκικής φύσεως φυλές υπερβαίνει τα 1.000 έτη. Αν δεν θέλουμε να πάμε τόσο παλιά, η Τουρκική Δημοκρατία είναι πλέον 100 ετών, χρονικό διάστημα ικανό να μας δώσει ασφαλή συμπεράσματα. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι με την Τουρκία για τον δυτικό κόσμο αποτελούμε ένα δίπολο. Που όμως είναι ιδιότυπο και δεν προσομοιάζει κανένα άλλο στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αν ψάξουμε τα πράγματα και θελήσουμε να παραμερίσουμε αυτό τον αιώνα που έχει παρέλθει, από το 1974 και μετά η Τουρκία και πάλι μας έχει δώσει απτά δείγματα γραφής, στην Κύπρο και το Αιγαίο. Κατά καιρούς διάφορες πολιτικές αλλαγές στο εσωτερικό της παράγουν αυθαίρετες έως και φρούδες ελπίδες στη χώρα μας περί μεταβολής της στάσης της. Όμως όλες παταγωδώς δεν επιβεβαιώνονται. Κι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (ποντιακής καταγωγής) θεωρήθηκε από ελληνικούς κύκλους ότι πρόκειται να φέρει ειρήνη και ήρεμα νερά εφόσον για όλα έφταιγε το κεμαλικό κατεστημένο, άποψη που πλέον μόνο μειδίαμα μπορεί να προκαλέσει. Κι ο Οζάλ (κουρδικής καταγωγής) ήτανε εκείνος που συνέλαβε την αξία της θαλάσσιας ισχύος κι έθεσε τη βάση της θαλάσσιας υπερεπέκτασης του σήμερα.

Δεν υπάρχει win-win

Θέτοντας το πλαίσιο αυτού του άρθρου, θα υποστηρίξουμε εξαρχής κι ακράδαντα ότι όποιος προσδοκά να εξημερώσει το θηρίο με παραχωρήσεις, καλή θέληση και με ελπίδα ότι θα μας σεβαστούν, πλανάται πλάνη οικτρά. Η ειρήνη όπως την εννοεί όλος ο δυτικός κόσμος (πχ Ισπανία – Πορτογαλία, Ιταλία – Γαλλία, Δανία Νορβηγία κλπ) ΔΕΝ μπορεί να επιτευχθεί στο δίπολο Ελλάδας – Τουρκίας, ούτε νυν, ούτε αεί, ούτε στους αιώνες των αιώνων (δυστυχώς και δίχως αμήν)._

Στη θεωρία παιγνίων πολλές φορές υπάρχει το αμοιβαίο όφελος (win – win) όπου δύο δρώντες παραμερίζουν διαφορές και μπαίνουνε σε μια νέα ιστορική και γεωπολιτική ατραπό, με απτό/τρανό παράδειγμα το δίπολο Γαλλίας – Γερμανίας. ΔΥΣΤΥΧΩΣ στο δικό μας δίπολο είμαστε στην παράμετρο μηδενικού αθροίσματος (zero sum game), όπου κερδίζει μόνο ο ένας κι ο άλλος χάνει. Διότι η Τουρκία προσέρχεται με αναθεωρητική διάθεση. Γάλλοι και Γερμανοί όταν αποφασίσανε να ακολουθήσουν μια άλλη πορεία, δεν έκαναν καμία συζήτηση ούτε για αλλαγή συνόρων ούτε αμφισβήτησε κάποιος το ανήκειν Αλσατίας και Λωρραίνης για παράδειγμα. Μα τι θέλετε θα πούνε πολλοί, να κάνουμε πόλεμο; Είναι κατά την ταπεινή μας γνώμη μια αφελέστατη σκέψη. Διότι η ειρήνη διαφέρει πολύ από την a la turk carte ειρήνη. Κι αυτή η παράξενη τουρκική ειρήνη δεν διαφέρει και πολύ από τις συνέπειες ενός μη κερδηθέντος πολέμου. Στο ενδιάμεσο ειρήνης – πολέμου όμως, υπάρχουν διάφορα στάδια αλλά και μέσα διαχείρισης. Ο κατευνασμός που έχει εφαρμοστεί κατά κόρον από εμάς απέτυχε, πλήρως και εξ΄ ολοκλήρου. Υπάρχει και η αποτροπή που δεν έχει υιοθετηθεί ή δεν έχει εφαρμοστεί ορθά. Υπάρχει και το ενιαίο ελληνικό έθνος που μοιράζεται σε δύο κράτη, άρα και δύο φωνές που επίσης δεν έχει τύχει σωστού χειρισμού. Υπάρχουν οι διεθνείς οργανισμοί, όχι για να παίξουνε το ρόλο διεθνούς χωροφύλακα, αλλά όπου η Τουρκία θα καταγγελθεί συστηματικά και θα εμποδιστεί σθεναρά. Υπάρχει το πυρηνικό όπλο του απόδημου Ελληνισμού, έτοιμο ανά πάσα στιγμή. Άρα υπάρχουν πολλά, που όμως χρειάζονται βούληση και σοβαρή προσέγγιση.

Η Σεβροφοβία

Θα προσπαθήσουμε με τη γνωστή μαθηματική μέθοδο να αποδείξουμε όσα υποστηρίζουμε. Το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάνης η νικήτρια Τουρκία αφενός υπαγόρευσε το περιεχόμενο, αφετέρου καρπώθηκε σημαντικά εδαφικά οφέλη. Δεν προνόησε όμως σε θαλάσσιες ζώνες. Γιατί; Διότι τότε στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο είχε απέναντι της 3 διαφορετικά κράτη. Ελλάδα στο κυρίως Αιγαίο, Ιταλία στο νοτιοανατολικό (Νοτιανατολικές Σποράδες, άστοχα ονομαζόμενες ως Δωδεκάνησα) και Μεγάλη Βρετανία στη Μεσόγειο (καθόσον η Κύπρος ήτανε αποικία). Κι ούτε την όχλησαν η αιγιαλίτιδα ζώνη ούτε ο εθνικός εναέριος χώρος. Γιατί; Διότι με τον ένα ή άλλο τρόπο θα έβρισκε διέξοδο στη θάλασσα, αφού είχε 3 χώρες απέναντι. Έτσι πάντα κάποιο από τα βασικά της θαλάσσια σημεία εξόδου (Δαρδανέλλια, Σμύρνη, Μερσίνα) θα μπορούσε να της δώσει τη διέξοδο που χρειάζεται. Διότι αυτό που κάνει την Τουρκία να τρέμει είναι να μην έχει διέξοδο στη θάλασσα. Ακυρώνει την αξία της, υποβαθμίζει τα προαναφερθέντα σημεία εξόδου. Ουσιαστικά εάν η Τουρκία περιοριστεί στο θαλάσσιο χώρο που της αναλογεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΔΔΘ, τότε περισφίγγεται με επιθανάτιο ρόγχο κι αυτό επιδιώκει να αποφύγει, εκμεταλλευόμενη και τη δική μας άγνοια και φοβία μέχρι υστερίας. Είναι η θαλάσσια σεβροφοβία που της φέρνει ίλιγγο, πολύ περισσότερο από τη χερσαία που ποτέ δεν έπαψε επίσης να φοβάται.

Οι τούρκικες καμπάνες άρχισαν να ηχούν απειλητικά με τη λήξη του Β΄ΠΠ και την προσάρτηση των Νοτιοανατολικών Σποράδων στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων (1947). Κι όταν ο πόθος της Ένωσης άρχισε να συνταράσσει συθέμελα τη Κυπριακή Μεγαλόνησο, μαζί με τις καμπάνες ήχησαν και σήμαντρα. Διότι ο φόβος των Σεβρών επανερχότανε δριμύτερος και μάλιστα από θαλάσσης. Αυτός είναι ο τρόμος της Τουρκίας και μετά έπονται η Κουρδική αυτοδιάθεση (αναπόφευκτη σε βάθος χρόνου) αλλά και ο φόβος ενός Ποντιακού κράτους εκεί όπου δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα, φθάνοντας στις μέρες μας να κωλυσιεργούν (sic) για τη Θεία Λειτουργία στην Παναγία Σουμελά, εκφράζοντας πλήρως την αντίληψη τους για τα «ήρεμα νερά». Μην παραβλέπουμε ότι σημαντικό τμήμα των τουρκοκυπρίων στο ιστορικό δημοψήφισμα του 1953 ψήφισε υπέρ της Ενώσεως. Κι επειδή εκείνο το διάστημα βρισκότανε σε εξέλιξη οι εργασίες για τον καθορισμό της έκτασης της υφαλοκρηπίδας και της υιοθέτησης της μέσης γραμμής ως εργαλείο επίλυσης των διαφορών αντικείμενων ακτών, ο τρόμος έγινε μεγαλύτερος. Ο ύπουλος αγγλικός δάκτυλος σε βάθος εικοσαετίας (1955 – 1974) τους προσέφερε σημαντικές ωφέλειες, που οι Τούρκοι δεν άφησαν ανεκμετάλλευτες σε μια χρονική διαδρομή όπου η Ελλάδα με τον ένα ή άλλο τρόπο έπεφτε από σφάλμα σε σφάλμα.

Η τουρκική θαλάσσια στρατηγική μετά το 1974

Έκτοτε η Τουρκία σταθερά και μεθοδικά έστησε το πλάνο της. Και το έκανε σαφές από το 1974 κι εντεύθεν. Κι επειδή φοβάται είπε να μην μείνει αδρανής. Κι έπεσε πάνω στη δική μας αδράνεια. Κι ενώ βρέθηκε με το πιστόλι στο κρόταφο όχι μόνο το απέφυγε αλλά με τρόπο συστηματικό κατόρθωσε να του γυρίσει κατεύθυνση ώστε πλέον να το κρατά και να σκορπά εκείνη τρόμο. Οι επιδιώξεις της είναι οθφαλμοφανείς, να έχει λόγο στα πάντα και τίποτε να μην γίνεται στην Ανατολική Μεσόγειο δίχως την έγκρισή της. Κι εμείς να ψάχνουμε να ημερώσουμε το θηρίο, λες κι ένας κροκόδειλος μπορεί ποτέ να γίνει κατοικίδιο ζώο. Διότι όπως λέει κι ο θυμόσοφος λαός, «το φίδι όσο δέρμα κι αν αλλάξει, φίδι θα παραμείνει». Κι ο λύκος θα συμπληρώσουμε, καθόσον (ειδικά ο γκρίζος) είναι το σήμα κατατεθέν της γείτονος.

Η τουρκική θαλάσσια στρατηγική συνοψίζεται (ειδικά) από το 1974 και μετά στις εξής παραμέτρους:

Πολιτική λύση κι όχι νομική διευθέτηση.

Ασφαλής έξοδος στη θάλασσα με κάθε τρόπο.

Αποστέρηση των νήσων από το δικαίωμα σε θαλάσσιες ζώνες.

Συνδυαστική λειτουργία σε Κύπρο και Αιγαίο.

Σταθερές/αμετακίνητες απόψεις και συγκεκριμένα αφηγήματα.

Δημιουργία κρίσεων, πολλές φορές με παράτολμο τρόπο.

Πρωτοβουλία κινήσεων και διπλωματικός διωγμός της Ελλάδας.

Στρατιωτική ενδυνάμωση σε ποσότητα και ποιότητα.

Πολυδιάστατες σχέσεις συνεργασίας και εξωτερική πολιτική 360ο.

Εκμετάλλευση φοβικών συνδρόμων και δικών μας κενών.

Σε όλη αυτή τη διαδρομή άδραξε κάθε ευκαιρία που της παρείχαν δικά μας πολιτικά κενά. Κατάλαβε ότι υπό κανονικές συνθήκες, όχι μόνο δεν θα έβγαινε στην Κερύνεια (άρα δεν θα υπήρχε κανένας Αττίλας), αλλά ακόμη θα ήτανε στο βυθό της θάλασσας της Λυκίας (βορείως της Κύπρου) οπότε έπρεπε να υλοποιήσει ένα φαραωνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα για να αποτελέσει κάποτε φόβητρο. Άρχισε να πετάει και να παραβιάζει τον εναέριο χώρο του Αιγαίου. Δημιούργησε τρεις μεγάλες κρίσεις στη θάλασσα και την ξηρά (Λέσβος 1976, Θάσος 1987, Ιμία 1996). Με αυτές πέτυχε σταδιακή αναβάθμιση της απειλής και των διεκδικήσεων, εφόσον τις κεφαλαιοποίησε με τρεις «συμφωνίες» (Βέρνη 1976, Νταβός 1988, Μαδρίτη 1997). Αποθρασύνθηκε έτι περαιτέρω διότι κατάλαβε ότι κοπτόμαστε μόνο για την μικροπολιτική και για την ύπνωση του εσωτερικού κοινού. Αποχαλινώθηκε γιατί έχουμε αφήσει να τρέξει παντοιοτρόπως η ευρωπαϊκή προοπτική μιας χώρας που είναι μακράν και σε όλα μακριά από το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Προσφάτως πέτυχε πρώτα να πετύχει μια «συμφωνία» (Διακήρυξη των Αθηνών 2022) και κατόπιν να δημιουργήσει κρίση στη θάλασσα (Κάσος 2024), της οποίας η κακή συνέχεια δεν έπεται απλώς αλλά είναι επικείμενη.

Ίδιοι χάρτες, ίδιες μαξιμαλιστικές απόψεις

Έτσι παρουσιάζει εδώ και δεκαετίες τους ίδιους χάρτες, με τις ίδιες μαξιμαλιστικές απόψεις. Έχει απειλήσει με πόλεμο (casus belli) σε 3 διαφορετικές περιόδους, εγκλωβίζοντας στο καβούκι της την πολιτική μας απέναντι της. Φωνασκώντας και διεκδικώντας ολοένα και περισσότερα, κατορθώνει να πείσει τα ξένα ακροατήρια ότι κάπου έχει δίκιο, αφού δεν υπάρχει δικός μας αντίλογος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ορίζει κατά το δοκούν το διεθνές δίκαιο. Κι επειδή μέσω του ατυχούς κι επαναλαμβανόμενου κατευνασμού, έχει κατορθώσει να παράξει φοβικά σύνδρομα στην ελληνική κοινωνία, καλύπτει κατάλληλα αυτές τις ακροβασίες. Κι έτσι η Τουρκία γνωρίζει από ελιγμό κι η Ελλάδα από πανικό. Και σήμερα με τη Γαλάζια Πατρίδα επαναλαμβάνει αυτό που έλεγε τις προηγούμενες δεκαετίες περί 25ου παραλλήλου (Ξάνθη – Λήμνος –Νάξος – Ηράκλειο), ακριβώς όπως μίλησαν το καλοκαίρι του 1976 ότι η προέκταση της υφαλοκρηπίδας τους φτάνει έως την Εύβοια (….). Σήμερα δεν μνημονεύουν την Εύβοια διότι επιδιώκουν τη διχοτόμηση του Αιγαίου. Άμα ποτέ επιτύγχαναν κάτι τέτοιο, θα επανέρχονταν και για την Εύβοια, για τις ακτές του Λιτοχώρου αλλά και για το Σούνιο ακόμα. Μα τι θέλετε, να κάνουμε πόλεμο με την Τουρκία; Είμαστε σταθερά υπέρ της ειρήνης….

Στο βασανιστικό αυτό ερώτημα, θα απαντήσουμε ότι κάθε λογικός άνθρωπος είναι υπέρ της ειρήνης και κανείς δεν θέλει η χώρα του και η ζωή του να γίνει σαν της Ουκρανίας. Αλλά μια ειρήνη βιώσιμη με κανόνες και αλληλοσεβασμό, διότι μια αλά τούρκα ειρήνη σημαίνει θα σας παίρνω σιγά σιγά ολοένα και περισσότερα, ώστε μόλις μου δοθεί η ευκαιρία θα σας τα πάρω όλα. Αν κάνουμε μια υπόθεση εργασίας θα μπορούσε να το θέσει ως εξής. Έχω υπεροπλία συντριπτική, κι εσείς δεν θα έχετε οριοθετήσει ούτε με την Αλβανία, ούτε με την τριχοτομημένη Λιβύη, που είναι παραδοσιακά στο δικό μου άρμα. Ακόμα και με την Ιταλία παραχωρήσατε επήρεια όπως και την Αίγυπτο που «είχατε στρατηγική σχέση» (…). Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να υπάρξει από την Τουρκία (ειδικά από αυτή) ειλικρινής διάθεση; Εδώ την παράνομη εισβολή και κατοχή εδάφους ξένης χώρας την ονομάζει ειρηνευτική αποστολή. Κι έχει επαναλάβει αυτή τη ρητορική πρόσφατα στη Συρία. Άρα πρόκειται για «ειρήνη τουρκικών προδιαγραφών», κι όχι για την ειρήνη που γνωρίζουμε στην Ευρώπη από το Β΄ΠΠ και μετά. Απαντάμε λοιπόν πως δεν θέλουμε πόλεμο με την Τουρκία, αλλά ειρήνη. Κι αφού ο κατευνασμός απέτυχε παταγωδώς, θα πάμε στο επόμενο επίπεδο που είναι η αποτροπή ώστε να μην έχουμε πόλεμο μαζί της. Διότι η Τουρκία για να κάνει ένα τόσο σοβαρό βήμα όπως είναι να απειλήσει ευθέως την Ελλάδα, θα πρέπει να το έχει ζυγίσει 100 φορές και να είναι σίγουρη όχι στο 100 αλλά στο 1000%.

Επομένως εκεί πρέπει να πιέσουμε. Όσο εντυπωσιακές κι αν είναι οι εξοπλιστικές πρωτοβουλίες και παραγωγές της γείτονος, πάντα θα υπάρχουν οι έξυπνες ενέργειες που θα εμποδίζουν να γύρει η πλάστιγγα δραματικά. Η αγορά του αιώνα στη δεκαετία του 80 και η πρόσφατη προμήθεια πολεμικών αεροσκαφών Rafale είναι ουσιαστικά παραδείγματα. Και οι δυνατότητες σε ανάλογες επιλογές είναι πολλές και διαρκώς ανανεούμενες. Ακόμα όμως περισσότερο πρέπει να κτυπήσουμε την Τουρκία εκεί που πονάει. Έναν αιώνα τώρα έχει οικοδομήσει το αήττητο των ενόπλων δυνάμεων. Για κάθε χώρα η στρατιωτική ήττα είναι οδυνηρή. Και για μας θα μπορούσε να είναι. Υπάρχει όμως μια ειδοποιός διαφορά. Για την Τουρκία δεν θα ήτανε μόνο οδυνηρή, αλλά τεκτονικής μορφής. Το πήλινο οικοδόμημα της βασισμένο στη βία και στις επικές ένοπλες δυνάμεις, εάν μπορούσε να πληγεί θα συνέτριβε κράτος και κοινωνία. Διότι η δεύτερη θα καταλάβαινε ότι χρόνια ολόκληρα ήτανε θύμα εσωτερικής προπαγάνδας. Θάρρος και επίδειξη δύναμης χρειάζεται και να τεθεί ωμά ότι αν χάσουμε θα πληγούμε, εάν όμως πλήξουμε κάποιον ναύσταθμο, μια στρατηγική εφεδρεία ή ένας πύραυλος κτυπήσει βαθιά στην τουρκική ενδοχώρα τότε το πλήγμα θα προκαλέσει ακατάσχετη αιμορραγία σε όποιο κεμαλικό ή ερντογανικό καθεστώς επικρατεί. Κι αυτό δεν σας βολεύει οπότε ας λογικευθούμε, δηλαδή να λογικευτείτε εσείς. Διότι από παλιά λέγανε πως αν σταθείς απέναντι στον τούρκο μαζεύεται, κι άμα γυρίσεις την πλάτη σου θα έλθει να σε χτυπήσει. Κι επίσης οι παλιοί λέγανε ότι ο τούρκος δεν έχει μπέσα….

Το καλοκαίρι του 2020, σε εποχή έντασης συνέβη αυτό που πολλοί φοβόντουσαν ότι μπορεί να μας σύρει στον πολεμικό όλεθρο. Διότι οι τουρανικής προελεύσεως γείτονες από την ασιατική περιοχή του όρους Altay (Μογγολία) είναι πολύ αψείς (sic). Υπήρξε σύγκρουση (επακούμβηση) δύο φρεγατών, που είχε ως αποτέλεσμα τη διάνοιξη τρύπας 5,5 μέτρων στην τουρκική. Προς γνώση απάντων η ελληνική φρεγάτα βρήκε την τουρκική στο μέσο κι ευτυχώς για τον κυβερνήτη της που δεν την βρήκε στο πίσω μέρος όπου είναι ο άξονας που δίνει κίνηση στο πλοίο. Γιατί θα είχε αχρηστευθεί κι εκείνος μάλλον θα αγνοείτο μέχρι σήμερα (sic). Ευτυχώς για το τουρκικό πλήρωμα που η θάλασσα είχε ανέμους έντασης 2-3 μποφόρ κι έτσι δεν χρειάστηκε να εγκαταλείψει το σκάφος, το οποίο με τέτοιο ρήγμα σε θάλασσα 5 μποφόρ πιθανόν θα είχε πάει στο βυθό του Αιγαίου. Έγινε κάτι; Εμείς θυμόμαστε μόνο ότι κάνανε κάποιες μέρες να ρυμουλκήσουν τη φρεγάτα τους. Ούτε φωνασκίες, ούτε απειλές, ούτε παχιά λόγια, ούτε οργή εναντίον μας διαπιστώσαμε. Που πήγε η επαπειλούμενη (κοινώς θεριακλίδικη) τουρκική δράση; Πως σε όρους ποδοσφαίρου το περιστατικό έγινε «αβαβά»;

Μπορούμε να δώσουμε πάρα πολλά παραδείγματα αποτροπής που θα έκαναν την Τουρκία να μετρά τα βήματα της και να μην προχωρά δυναμικά. Κάποτε πρέπει οι εκάστοτε κυβερνώντες να αντιληφθούν ότι η Τουρκία ευρισκόμενη σε δεινή θέση, αποφάσισε με στρατηγική και συνέπεια να βγει από αυτή. Κι έχει επιτύχει αρκετά σε αυτή την πρακτική περισσότερο από 50 χρόνια πλέον. Κι αρχίζει να αποκτά βεβαιότητα και πρέπει να την γυρίσουμε στην αβεβαιότητα. Κι αυτό θα γίνει με σοβαρότητα, στρατηγική κι αποτροπή. Διότι το παίγνιο είναι μηδενικού αθροίσματος. Στον κατευνασμό, στην υποχωρητικότητα και πάσης φύσεως «ήρεμα νερά» επωφελείται μόνο η Τουρκία. Στην αποτροπή και την πυγμή κερδίζουμε μόνο εμείς. Και πετυχαίνουμε την ειρήνη που θέλουμε ώστε να είναι πραγματικά ήρεμα τα νερά, που εν τέλει κάθε λογικός άνθρωπος επιθυμεί. Αυτό θα μπορέσει να γίνει μόνο εάν έχουμε εμείς την πρωτοβουλία, διότι όταν την έχει η Τουρκία και βήχει εμάς να μας πιάσει πνευμονία. Η Τουρκία δεν ανακαλύπτει κάθε τόσο τον τροχό, αλλά τον γυρίζει επιδέξια. Με σοβαρότητα στο πολιτικό πεδίο και συνοχή στην κοινωνία, μπορούμε αυτό τον τροχό όχι μόνο να τον επιβραδύνουμε αλλά και να τον σταματήσουμε. Τότε θα είναι ήρεμα (πραγματικά) τα νερά.

ΠΗΓΗ: Geopolitico.gr