Ισραηλινές πηγές αποκαλύπτουν ότι η πολιτική ηγεσία του Ισραήλ ενημέρωσε επίσημα τις Ένοπλες Δυνάμεις για την πρόθεσή της να εξετάσει τη δημιουργία μιας «κοινής στρατιωτικής δύναμης επέμβασης» με την Ελλάδα και την Κύπρο, με στόχο την αντιμετώπιση των τουρκικών κινήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και την αύξηση του κόστους οποιασδήποτε τουρκικής κλιμάκωσης.

Σύμφωνα με πολιτικές και πηγές ασφαλείας που επικαλείται η Yedioth Ahronoth, ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου και ο υπουργός Άμυνας Γιεσραέλ Κατζ φέρονται να έδωσαν σαφές πολιτικό στίγμα προς το στράτευμα: να ξεκινήσει επιχειρησιακός σχεδιασμός για ένα τέτοιο σενάριο, χωρίς όμως να περάσει στην εφαρμογή. Η οδηγία, όπως περιγράφεται, «κλειδώνει» τον στρατό στην πρώτη φάση – προμελέτες και θεωρητικό σχεδιασμό – μέχρι να υπάρξουν περαιτέρω πολιτικές αποφάσεις.

Παρότι – όπως σημειώνεται – το Ισραήλ διέψευσε επίσημα ελληνική αναφορά που μιλούσε για συγκεκριμένα σχέδια ίδρυσης της δύναμης, πηγές στο Τελ Αβίβ εμφανίζονται να επιβεβαιώνουν ότι το ζήτημα έχει μπει θεσμικά στο τραπέζι: όχι ως έτοιμη στρατιωτική πρωτοβουλία, αλλά ως μήνυμα.

Το βάρος δεν είναι στρατιωτικό (ακόμη), είναι πολιτικό

Το στρατηγικό «βάρος» της κίνησης, σύμφωνα με τις ίδιες αναφορές, δεν βρίσκεται στην επιχειρησιακή υλοποίηση – η οποία δεν έχει ξεκινήσει – αλλά στην πολιτική σημασία της ανακοίνωσης και στην αξιοποίησή της ως μοχλού πίεσης. Το Ισραήλ, έχοντας κατά τις ίδιες πηγές επίγνωση ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν «ακούει τον Τραμπ» και επηρεάζεται από τα αμερικανικά μηνύματα, φέρεται να χρησιμοποιεί την «απειλή» της συγκρότησης κοινής δύναμης ως έμμεση πίεση προς την Άγκυρα.

Στο ίδιο πλαίσιο, αναφορά του Maariv αποδίδει στόχο της πρωτοβουλίας στην προσπάθεια να υποχρεωθεί η Τουρκία να επανεξετάσει τις θέσεις της, ειδικά σε σχέση με τις στρατιωτικές κινήσεις κοντά στα συριακά σύνορα. Εκεί, όπως υποστηρίζεται, η Τουρκία επεκτείνει την παρουσία της μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, αναπτύσσοντας ραντάρ και συστοιχίες αεράμυνας που δυνητικά θα μπορούσαν να περιορίσουν την ελευθερία δράσης της ισραηλινής αεροπορίας.

Το υπόβαθρο: ασκήσεις, ενέργεια και ο «κόμπος» της Κύπρου

Η συζήτηση για μια τριμερή «δύναμη επέμβασης» πατά πάνω σε μια ήδη υπαρκτή και πολυετή στρατιωτική και στρατηγική συνεργασία Ισραήλ–Ελλάδας–Κύπρου, μέσα από κοινές αεροπορικές, ναυτικές και χερσαίες ασκήσεις, με άξονα την προστασία συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο – ιδιαίτερα γύρω από την εξερεύνηση φυσικού αερίου και πετρελαίου.

Παράλληλα, επισημαίνεται ότι Τουρκία και το διεθνώς μη αναγνωρισμένο ψευδοκράτος προβάλλουν διεκδικήσεις σε θαλάσσιες ζώνες που αφορούν Κύπρο, Ελλάδα και Ισραήλ, ενώ στο κάδρο μπαίνει και το έργο του EastMed, μέσω του οποίου το Ισραήλ σχεδιάζει να εξάγει φυσικό αέριο προς την Ευρώπη – σχέδιο στο οποίο η Άγκυρα αντιτίθεται έντονα.

Στην εξίσωση παραμένει και η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση για την κυριαρχία νησιών κοντά στις τουρκικές ακτές, με το Κυπριακό – από την εισβολή του 1974 και μετά – να λειτουργεί ως μόνιμος επιταχυντής έντασης, ακόμη κι αν οι δύο χώρες είναι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ.

«Το αδύναμο σημείο της Τουρκίας είναι η αεροπορία – εκεί μπαίνει το Ισραήλ»

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ανάγνωση που μεταφέρεται από τη Yedioth Ahronoth: σε καθαρά στρατιωτικούς όρους, ο τουρκικός στρατός εμφανίζεται να έχει πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας ως προς μέγεθος, χερσαίο/ναυτικό εξοπλισμό και αμυντικές βιομηχανίες, όμως η σχετική αδυναμία εντοπίζεται στην αεροπορία. Εκεί, υποστηρίζεται, το Ισραήλ μπορεί να λειτουργήσει ως «παράγοντας ριζικής αλλαγής», αν προσφέρει στην όποια συμμαχία αεροπορικές δυνατότητες, πληροφορίες και τεχνολογία, ανατρέποντας ισορροπίες και υποχρεώνοντας την Άγκυρα να σκεφτεί «διπλά» πριν κινηθεί επιθετικά.

Η «κόκκινη γραμμή» για Ιερουσαλήμ: Γάζα και τουρκική παρουσία

Ισραηλινές πηγές, όπως αποδίδεται, επιμένουν ότι στόχος δεν είναι μια μετωπική σύγκρουση με την Τουρκία, αλλά η κατασκευή μιας αποτρεπτικής απειλής που θα περιορίσει τις περιφερειακές φιλοδοξίες της Άγκυρας, ειδικά όπου αγγίζουν ζωτικά ισραηλινά συμφέροντα. Στο ίδιο αφήγημα εντάσσεται και η θέση ότι η πιθανότητα τουρκικής παρουσίας στη Γάζα – ακόμη και στο πλαίσιο διεθνούς δύναμης – αντιμετωπίζεται ως άμεση στρατηγική απειλή, λόγω της δηλωμένης υποστήριξης Ερντογάν προς τη Χαμάς.

Συμπέρασμα: «Όπλο» ψυχολογικής πίεσης, όχι επιχειρησιακή πραγματικότητα

Παρά τη βαριά ορολογία, παρατηρητές – σύμφωνα με τις διαρροές – τονίζουν ότι η «δύναμη επέμβασης» παραμένει ιδέα στα χαρτιά. Στο Γενικό Επιτελείο των IDF εξελίσσονται προκαταρκτικές μελέτες, χωρίς εκτελεστική απόφαση, χωρίς διάθεση πόρων και – κρίσιμα – χωρίς εντολή δράσης.

Η ουσία, όπως αποτυπώνεται, είναι ότι οι διαρροές – ιδίως μέσω ΜΜΕ – λειτουργούν ως πολιτικό και ψυχολογικό εργαλείο: να σταλεί μήνυμα πως το Ισραήλ μπορεί να χτίσει ισχυρές στρατιωτικές συνεργασίες με ιστορικούς αντιπάλους της Τουρκίας και να αναγκάσει την Άγκυρα να επανεκτιμήσει τη στάση της στην Ανατολική Μεσόγειο «πριν είναι πολύ αργά».