Μετά την εντός έδρας ήττα σοκ στην πρεμιέρα του Campionato, από τη νεοφώτιστη Κρεμονέζε (1-2) οι «Rossoneri» αναδιοργανώθηκαν και με αναλαμπές, υψηλής ποιότητας ποδοσφαίρου πανηγύρισαν τέσσερις συνεχόμενες νίκες (0-2 τη Λέτσε, 1-0 τη Μπολόνια, 0-3 την Ουντινέζε, 2-1 τη Νάπολι) αναθερμαίνοντας το ενδιαφέρον στην κούρσα της κατάκτησης του φετινού scudetto.

 Νίκες, που θα μπορούσαν να ήταν και πέντε εάν το βράδυ της Κυριακής, στο Τορίνο, ο Πούλισικ δεν έχανε ένα πέναλτι και μετά ο Λεάο, δύο πανεύκολα, για την κλάση του τετ- α- τετ  που θα έριχναν οριστικά, μία κακή Γιουβέντους νοκ- άουτ.

 Παραδόξως ο Μασσιμιλιάνο Αλλέγκρι, θερμόαιμος, όπως όλοι οι κάτοικοι της Toscana και έξαλλος για το 0-0 του «Stadium» δεν τα’ βαλε με τον Αμερικανό («τα πέναλτι, είπε, χάνονται, συμβαίνει…»), αλλά με τον πολυδιαφημισμένο Πορτογάλο που, δικαίως εν τέλει είχε κρατήσει στον πάγκο στα προηγούμενα παιχνίδια.     

 Ήθελε, πάση θυσία να κερδίσει στην πόλη όπου επί 8 χρόνια (από το ’14 έως το ’19 και από το ’21 έως το ’24) είχε κατακτήσει 12 τίτλους, ανάμεσά τους 5 συνεχόμενα πρωταθλήματα, επιπλέον οδηγώντας τους «Bianconeri» σε δύο συνεχόμενους τελικούς Champions League άσχετα εάν χαμένους, από Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης.

 Ήθελε, σαν τρελός ν’ αποδείξει ότι παραμένει ακόμη ένας από τους καλύτερους προπονητές στην κυκλοφορία, που με τις ιδέες του ότι «η άμυνα είναι το ήμισυ του παντός» ή τη φιλοσοφία του περί αστέρων που «χρειάζονται, αλλά δεν είναι απαραίτητοι» θυμίζει κατά πολύ τα πιστεύω του Αρρίγκο Σάκκι, αρχιτέκτονα της «στρατοσφαιρικής» Μίλαν της δεκαετίας του ’90.

 Ήταν η εποχή που ο παγκοσμίως άγνωστος «μάγος από το Φουζινιάνο», για ν’ αποδείξει ακριβώς ότι τα αστέρια χρειάζονται, αλλά δεν είναι απαραίτητα εάν απέναντί τους έχουν ν’ αντιμετωπίσουν μία οργανωμένη άμυνα, έβαζε στο καθιερωμένο δίτερμα, από τη μία τους Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ, Ντοναντόνι και Μασσάρο και από την άλλη τους Μπαρέζι, Μαλντίνι, Κοστακούρτα, Τασσόττι και, τερματοφύλακα τον Τζοβάννι Γκάλλι. Τι συνέβαινε; Επιβεβαιωνόταν αυτό ακριβώς που ισχυριζόταν ο Σάκκι, αφού τα περισσότερα 5Χ5 έληγαν ισόπαλα 0-0.       

 Η επιστροφή του 58χρονου πεπειραμένου προπονητή στον πάγκο της Μίλαν, όπου είχε ήδη κατακτήσει ένα πρωτάθλημα και ένα ιταλικό Σούπερ Καπ, από το 2010 έως το ’14 είναι αναμφισβήτητα ο πρώτος λόγος για τη σταδιακή επιστροφή του… «διαβόλου» στην καθημερινότητά μας.

 Ενώ οι υπόλοιποι, η δεύτερη εφηβεία του Λούκα Μόντριτς, η έλλειψη ευρωπαϊκών υποχρεώσεων, αλλά και η επαναστατική παραχώρηση, ο δανεισμός, σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και το χάρισμα 29, συνολικά ποδοσφαιριστών.

 Απίστευτο και όμως αληθινό, αλλά μέσα στα δύο τελευταία χρόνια, η Μίλαν άφησε ελεύθερους, ουσιαστικά χαρίζοντάς τους, τους Καλάμπρια (Παναθηναϊκός), Γιόβιτς (ΑΕΚ), Λάζετιτς (Αμπερντίν), Βάσκεζ (Ρόμα), συν τους Ζοάο Φέλιξ, Εϊμπραχάμ, Σοτίλ, Ουόκερ.

 Δάνεισε τους Μοράτα, Καμάρντα, Κομότο, Τσουκουέζε, Μπενασέρ, Πομπέγκα, Χιμένες, Μούσα και πούλησε τους Αντλί, Έμερσον Ρόγιαλ, Καλουλού, Οκαφόρ, Τέο Ερναντέζ, Τιαό, Ράιντερς και οι εφτά τελευταίοι, βασικοί στην περυσινή σεζόν.

 Και όμως αναγεννήθηκε το ίδιο με ελάχιστες, ωστόσο έξυπνες προσθήκες: τον 40χρονο Λούκα Μόντριτς, που συνεχίζει να ζωγραφίζει ποδόσφαιρο με τη φρεσκάδα ενός 20άρη και τον Γάλλο μέσο, Ραμπιό αναντικατάστατο γρανάζι στη μηχανή του Αλλέγκρι και πριν δύο χρόνια στη Γιουβέντους.

 Τα αστέρια είναι, λοιπόν χρήσιμα, όχι όμως και απαραίτητα όσο ένας καλός προπονητής που ξέρει το πώς να μετατρέψει σε χρυσό το οποιοδήποτε υλικό διαθέτει.