Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια συνεχιζόμενη δημογραφική κρίση, με τη μείωση των γεννήσεων να αποτελεί κεντρικό πρόβλημα, όπως υπογράμμισε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), Βύρωνας Κοτζαμάνης, σε συνέντευξή του στο ΕΡΤNews. «Η μείωση των γεννήσεων δεν ξεκίνησε από προχθές, ξεκίνησε το 1980», τόνισε, επισημαίνοντας ότι η πτώση έχει οδηγήσει φέτος σε λιγότερες από 60.000 γεννήσεις, έναντι 100.000 που είχαν σταθεροποιηθεί τη δεκαετία 1980-1990. «Δεν υπήρξε και δεν υπάρχει ακόμα ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί, σε αντίθεση με άλλες χώρες», πρόσθεσε.
Φαύλος Κύκλος Υπογεννητικότητας
Ο καθηγητής περιέγραψε έναν «φαύλο κύκλο» που αναπαράγεται, καθώς ο μικρότερος αριθμός ατόμων που φτάνουν σε αναπαραγωγική ηλικία οδηγεί σε ακόμα λιγότερες γεννήσεις. «Κάποια στιγμή πρέπει να το δούμε, να το κατανοήσουμε και να πάρουμε μέτρα τα οποία είναι αποτελεσματικά και στοχευμένα», υπογράμμισε. Η μείωση των γεννήσεων έχει επηρεάσει σταδιακά όλες τις ηλικιακές ομάδες: αρχικά τους νέους 0-19 ετών, στη συνέχεια τον παραγωγικό πληθυσμό 20-44 ετών και, τέλος, την ομάδα 45-64 ετών. Η είσοδος οικονομικών μεταναστών μετά το 1990 επιβράδυνε προσωρινά τη συρρίκνωση, αλλά δεν αντέστρεψε τη γενικότερη τάση.
Αύξηση των Ηλικιωμένων και Συρρίκνωση του Πληθυσμού
Σύμφωνα με το ΙΔΕΜ, η μόνη ηλικιακή ομάδα που αναμένεται να αυξηθεί είναι αυτή των 65 ετών και άνω, η οποία θα αποτελεί πάνω από το 1/3 του πληθυσμού στις αρχές της δεκαετίας του 2050, έναντι 24% σήμερα. Αν το μεταναστευτικό ισοζύγιο παραμείνει μηδενικό, ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας προβλέπεται να μειωθεί κατά 1,3 έως 1,5 εκατομμύρια μεταξύ 2025 και 2050, κυρίως λόγω της συρρίκνωσης των νεότερων ηλικιών, ιδιαίτερα των 20-64 ετών.
Το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας επιβεβαιώνει ότι η μείωση του πληθυσμού και η δημογραφική γήρανση θα συνεχιστούν τις επόμενες τρεις δεκαετίες, με το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων να παραμένει αρνητικό. Η Ελλάδα καταγράφει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας στην ΕΕ, με 1,3-1,4 παιδιά ανά γυναίκα, πολύ κάτω από το όριο αναπαραγωγής (2,07 παιδιά). Επιπλέον, η ατεκνία αφορά πλέον περίπου 1 στις 5 γυναίκες.
Αρνητικό Ρεκόρ στα Σχολεία
Η υπογεννητικότητα αποτυπώνεται και στα σχολεία, με την Α’ Δημοτικού να αποτελεί «δημογραφικό καθρέφτη» της χώρας. Φέτος, μόλις 71.181 παιδιά θα εισαχθούν στην πρώτη τάξη, αριθμός που αποτελεί αρνητικό ρεκόρ 15ετίας. Το 2010, τα «πρωτάκια» ήταν 120.000, δηλαδή η μείωση αγγίζει το 41%. Στην Κεντρική Μακεδονία, για παράδειγμα, το φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις-θάνατοι) παρουσιάζει μείωση 12%. Μόνο σε πέντε περιφέρειες της χώρας οι γεννήσεις υπερτερούν σημαντικά των θανάτων.
Κοινωνικές και Δημογραφικές Προκλήσεις
Σύμφωνα με την ανάλυση της Ιφιγένειας Κοκκάλη, επίκουρης καθηγήτριας και διευθύντριας του Εργαστηρίου, μεταξύ 2011 και 2024 το αρνητικό φυσικό και μεταναστευτικό ισοζύγιο οδήγησε σε μείωση του πληθυσμού κατά σχεδόν 500.000 άτομα. Η Ελλάδα είναι ήδη μια «γερασμένη» χώρα, με το 23% των κατοίκων να είναι άνω των 65 ετών, ενώ το 2023 οι ηλικιωμένοι ξεπέρασαν κατά 1 εκατομμύριο τους νέους 0-14 ετών.
Η υπογεννητικότητα δεν είναι απλώς στατιστικά, αλλά φαίνεται στα «άδεια θρανία» των σχολείων. Όσο το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων παραμένει αρνητικό, η δημογραφική κρίση θα συνεχίζει να επιδεινώνεται, απαιτώντας άμεσα και στοχευμένα μέτρα για την ενίσχυση της οικογένειας και την αντιστροφή της τάσης.