Για αυτό και ο ίδιος πήρε θέση για όσα συνέβησαν στο Ευρωμπάσκετ, μέσω συνέντευξής του που δημοσιεύει σήμερα το Έθνος...
«Εντάξει, συγκινήθηκα, μη νομίζεις, δεν είμαι και τόσο ψυχρός, απλά με το επάγγελμα καμιά φορά... φοράω μάσκα. Η αλήθεια είναι ότι θα περίμενα ύστερα από πέντε καλά χρόνια στη Γυναικών και πέντε στη Νέων που είχαμε χρυσό και αργυρό, να μπω κατά κάποιο τρόπο... στη σειρά κι εγώ. Αλλά δεν ήρθε και πλέον είχα μπει στη νοοτροπία του υποστηρικτικού κομματιού, ως τεχνικός διευθυντής και στην Ανδρών τα τρία τελευταία χρόνια, σε ένα πόστο που θεωρώ πολύ σημαντικό σε μια Ομοσπονδία».
Για τις επαφές που υπήρχαν με προπονητές πριν αναλάβει εκείνος: «Για όλες τις επαφές είχα απόλυτη γνώση και ενημέρωση. Τώρα, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, σε μια στιγμή οριστικού αδιεξόδου υπήρξε η λογική να αναλάβω τη δύσκολη αποστολή. Σαν στρατιώτης, συνεργάτης των Εθνικών για χρόνια, συμφώνησα ότι έπρεπε να βρεθεί μια λύση και δέχτηκα να είμαι εγώ αυτή. Προσπάθησα να είμαι εγώ η λύση στο πρόβλημα που είχε ανακύψει. Ανέλαβα το κορυφαίο πρότζεκτ, αποστολή, όπως θες πες το, της καριέρας μου. Η Εθνική δεν είναι απλά μια ομάδα, έχει τεράστια επιρροή σε όλη την ελληνική κοινωνία, άρα είναι ό,τι μεγαλύτερο έχω κάνει».
Για το τι πέτυχε: «Υπάρχει μία ατάκα που έχω πει πολλές φορές και στην ομάδα. Όταν τελειώσουμε, θέλω να κοιταζόσαστε στα μάτια κι όχι να συναντιόμαστε και να αλλάζουμε κατεύθυνση. Αυτό είναι το παν στις συνεργασίες, νομίζω το πετύχαμε. Είμαι επιφυλακτικός σε κάποια πράγματα. Μερικές φορές οι Έλληνες νομίζουμε ότι ζούμε μόνοι μας στον πλανήτη, όμως δεν είναι έτσι, πρέπει να βλέπεις τον... μεγαλόκοσμο και όχι τον μικρόκοσμό μας. Ταλέντο μπορεί να βγάζουμε, λοιπόν, αλλά το μπάσκετ οδηγείται σε κομμάτι µε τεράστια αθλητικότητα, ταχύτητες και καταλυτική επιρροή της ικανότητας του σουτ. Αν εδώ μείνουμε σε ισχύουσες λογικές, να ξέρουν από τις μικρές ηλικίες δέκα συστήματα, αλλά να μην ξέρουν να σουτάρουν, τότε θα έχουμε πρόβλημα...».Για το ζήτημα του Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο Κώστας Μίσσας ανέφερε: «Εγώ μέσα μου είμαι πεπεισμένος ότι το πάλεψε και δεν μπορούσε να παίξει. Επιμένω ότι αν μπορούσε θα το έκανε, άρα παρά την εξέλιξη της απουσίας του δεν υπάρχει για μένα καμία λογική προδοσίας. Επίσης, σε μια Εθνική ομάδα που διαφέρει από τους συλλόγους, θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει επικοινωνιακή και όχι τιμωρητική λογική. Υπήρξαν στιγμές που ξεφύγαμε λιγάκι, αλλά μετά τη δύσκολη φάση άρχισε η απόλυτη επικοινωνία».
Σχετικά με την κριτική που του ασκήθηκε: «Εγώ, να ξέρεις, πάντα ξεκινάω με τη λογική ότι ο καλύτερος φίλος του προπονητή είναι το αποτέλεσμα, άρα αν δεν το φέρεις, πρέπει να περιμένεις την κριτική. Υπάρχει όμως μια διαφοροποίηση. Υπάρχει η κριτική που έχει να κάνει με κομμάτια της δουλειάς σου και είναι τεκμηριωμένη, υγιής. Και υπάρχει και µία άλλη μορφή κριτικής, που βγαίνει μέσα από συμπάθειες, αντιπάθειες, ακόμα και φθόνο και σε βοηθάει όταν εμφανίζεται να αντιλαμβάνεσαι πόσους εχθρούς είχες που δεν τους θεωρούσες εχθρούς».