Έξι χρόνια συμπληρώνονται από τον θάνατο του Γιώργου Ποζίδη. Σαν σήμερα 1 Αυγούστου 2019 η μοίρα έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι στον παλιό πρωταθλητή της πάλης, ο οποίος αποχαιρέτησε τον κόσμο στην ηλικία των 63 ετών.
Υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένας σπουδαίος παλαιστής. Ήταν ένας άνθρωπος που κουβαλούσε στους ώμους του όχι μόνο τις διακρίσεις και τις ευθύνες του αθλητή, αλλά και το βάρος μιας ολόκληρης κοινότητας που τον αγάπησε σαν πατέρα, τον σεβάστηκε σαν δάσκαλο και τον ένιωσε δίπλα της σαν σιωπηλό φρουρό.
Η πορεία του στην πάλη ξεκίνησε από το ιστορικό γυμναστήριο της ΧΑΝΘ, όταν ο θρυλικός προπονητής Στέφανος Ιωαννίδης διέκρινε σε εκείνον το σπάνιο ταλέντο. Μαζί με τους αδελφούς Ποικιλίδη, αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας γενιάς που έγραψε ιστορία στον ελληνικό αθλητισμό. Η έκτη θέση στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες το 1984 και τα δύο χάλκινα ευρωπαϊκά μετάλλια (1981, 1984) ήταν μόνο η αρχή.
Έβαλε τάξη στη νύχτα
Όταν αποχώρησε από τα ταπί, δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το άθλημα. Υπηρέτησε την πάλη με πίστη, είτε ως προπονητής είτε ως πρόεδρος της Ομοσπονδίας, δίνοντας μάχες άλλου τύπου, για παιδιά και για συναθλητές του. Κάποτε, διέθεσε προσωπικά χρήματα για να μεταφέρει τραυματισμένο αθλητή στη Γερμανία, ώστε να εγχειριστεί και να ξανασταθεί στα πόδια του. Τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά.
Ακόμα κι όταν ασχολήθηκε με τον επιχειρηματικό κόσμο της νύχτας, δεν έπαψε ποτέ να είναι «ο Γιώργος». Ο άνθρωπος που προστάτευε, αφού οι γνώστες ξέρουν, ότι ήταν ο άνθρωπος που με την ιδιότητα του αστυνομικού έβαλε τάξη! Όχι σαν αφέντης ή βασιλιάς, αλλά σαν αδερφός και πατέρας. Οι νεότεροι τον αποκαλούσαν «δάσκαλο», οι παλιοί «βουνό». Δεν άφησε ποτέ τη δύναμή του να γίνει απειλή — την έκανε καταφύγιο.
«Το ότι στην πόλη δεν αναπτύχθηκαν επικίνδυνες εγκληματικές ομάδες, Ελλήνων και κυρίως ξένων, στο επίπεδο της Αθήνας, είναι και δικιά του συμβολή. Ο ίσκιος του πάνω από την πόλη, για όσους γνωρίζουν όλες τις όψεις της ζωής, ήταν προστατευτικός και μπολιασμένος με την μοναδική πατροπαράδοτη ποντιακή ηθική», είχε δηλώσει κάποτε για τον Ποζίδη ο ιδρυτής του ιστορικού «Μύλου», Νίκος Στεφανίδης.
«Έκανε καλό σε όλη την πόλη», λένε όσοι τον έζησαν. Μιλούσε στα παιδιά της Θεσσαλονίκης με την καρδιά του και τους έδειχνε δρόμο, μακριά από σκοτεινά μονοπάτια. Οι πιο επικίνδυνες συγκρούσεις δεν έγιναν ποτέ, γιατί εκείνος φρόντισε να σβήσει τη σπίθα πριν γίνει φωτιά.
Στην ψυχή του ο Πόντος
Η ρίζα του ήταν ποντιακή. Και γι’ αυτό πάλευε, κυριολεκτικά και συμβολικά. Αγωνιζόταν για τη μνήμη, τη δικαιοσύνη, την ενότητα του ποντιακού Ελληνισμού. Ήταν μπροστάρης σε κάθε προσπάθεια ανάδειξης της γενοκτονίας, υποστηρικτής κάθε συλλογικής δράσης, μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες. «Αγαπούσε τη ράτσα μας», λένε οι άνθρωποι της ποντιακής κοινότητας — και το έδειχνε με έργα, όχι με λόγια.
Ο Γιώργος Ποζίδης δεν στάθηκε ποτέ σε κάποιο βάθρο για να θαυμάζει τον εαυτό του. Στεκόταν πλάι στους άλλους. Δίπλα στους αδύναμους, στους παλιούς του συναθλητές, στους επιχειρηματίες που τον εμπιστεύονταν, στους καλλιτέχνες που τον αγαπούσαν, στους απλούς ανθρώπους της Θεσσαλονίκης. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο συνεργάτης του Βασίλης Γκόγκος, «ήταν καλός άνθρωπος. Και αυτό είναι το πιο σπάνιο απ’ όλα».
Έφυγε ξαφνικά, όπως συχνά φεύγουν οι άνθρωποι που ποτέ δεν φώναξαν για τον εαυτό τους. Μα άφησε πίσω του έναν ίσκιο προστατευτικό. Έναν θρύλο που δεν βασίζεται στις δάφνες, αλλά στην αγάπη. Η Θεσσαλονίκη, η πάλη, η νύχτα, ο Πόντος – όλοι τον αποχαιρέτησαν με δάκρυα και ευγνωμοσύνη.
Γιατί ο Γιώργος Ποζίδης δεν ήταν απλώς ένας δυνατός άνδρας.
Ήταν ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ.-