Με ένα ειρωνικό σημείωμα που έγραφε: «Συγγνώμη, ρε Νίκο, που δε σου άδειασα νωρίτερα τη γωνιά, αλλά ως και ο θάνατος, ο οποίος όμως κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, δε με ήθελε», ο Νικόλας Άσιμος αποχαιρέτησε τον ιδιοκτήτη του ψιλικατζίδικου που νοίκιαζε στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια, εκεί όπου βρέθηκε κρεμασμένος.
Λέγεται ότι κρατούσε ημερολόγιο στο οποίο κατέγραφε τις τελευταίες 15 ημέρες της ζωής του, αναζητώντας κάτι που θα του έδινε λόγο να ζήσει. Σε όλες τις σελίδες, μέχρι και την 15η, σημείωνε απλώς «Χ», καθώς ο κόσμος δεν είχε πλέον τίποτα να του προσφέρει.
Ο Νικόλας Άσιμος, γεννημένος ως Νικόλαος Ασημόπουλος στις 20 Αυγούστου 1949 στη Θεσσαλονίκη, από μικρός ασχολήθηκε με το στίβο και το ποδόσφαιρο ως τερματοφύλακας, ενώ αρνήθηκε πρόταση για επαγγελματική καριέρα από ομάδα της συμπρωτεύουσας. Η αγάπη του για την ποίηση και ειδικά για τον Γιώργο Σουρή διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τη δημιουργική του ταυτότητα.
Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, όπου συμμετείχε στο φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς όμως να αποφοιτήσει. Αργότερα, πήρε μέρος στο θρυλικό Μουσικό Καφενείο «Σούσουρο» στην Πλάκα, ένα είδος πολιτικού καμπαρέ της Μεταπολίτευσης.
Το 1981 κυκλοφόρησε μόνος του το βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκανθρώπους», χωρίς τη στήριξη εκδοτικών οίκων, ενώ τα τραγούδια του συνέχιζε να τα διακινεί σε παράνομες κασέτες στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια και στην Κυψέλη στην τιμή των 100 δραχμών.
Το 1995, ο Στέλιος Καζαντζίδης περιέλαβε στο δίσκο του Τα Βιώματά μου το τραγούδι του Άσιμου «Ο Φίλος Μας», το οποίο στο εξώφυλλο αφιερώνεται στον Νικόλα Άσιμο: «Τον καλλιτέχνη και άνθρωπο που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο…».