Τα μυστικά της επιτυχίας του ήταν αρκετά, πάνω απ’ όλα όμως η ταπεινότητά του. Το ότι έπλεξε αμέσως το εγκώμιο στον Γερμανό προκάτοχό του. Ότι ξεκαθάρισε εξ’ αρχής, σε διοίκηση και τον κόσμο ότι είχε έρθει στο «Άνφιλντ» για να μάθει και να μελετήσει το έμψυχο δυναμικό που είχε στη διάθεσή του ζητώντας τουλάχιστον, δύο με τρία χρόνια υπομονής. Το ότι αρνήθηκε την οποιαδήποτε παρομοίωση με τον Κλοπ και το ότι πήρε με το μέρος του τους λεγόμενους «βετεράνους»: Σαλάχ, Φαν Ντάικ, Αλεξάντερ Άρνολντ.
Το περασμένο καλοκαίρι, και έχοντας στο φτωχό βιογραφικό μόνο το «αγροτικό» του σε Κάμπουρ, Άλκμαρ και μόλις ένα πρωτάθλημα, ένα κύπελλο κι έναν χαμένο τελικό Conference League με τη Φέγιενορντ, ο 46χρονος Ολλανδός προπονητής προειδοποιούσε τον λαό των «Κόκκινων» ότι ύστερα από μία τόσο μεγάλη και ριζική αλλαγή στην τεχνική ηγεσία συνήθως ακολουθεί μία μεταβατική περίοδος ισχνών αγελάδων.
Κατά βάθος όμως, μέσα του ήξερε ότι μετά την παντοκρατορία του Κλοπ η Λίβερπουλ, αλλά και το Λίβερπουλ δεν είχαν ανάγκη από κάποιον «επαναστάτη», αλλά από έναν διαχειριστή που είχε τη διάθεση να κατανοήσει ποια ακριβώς ήταν η δυναμική της ομάδας και με ποιο τρόπο θα την ξανά μετέτρεπε σε νικήτρια.
Η πλέον έξυπνη κίνησή του ήταν να μην αλλάξει απολύτως τίποτα από το υπάρχον υλικό προσθέτοντας μόνο τη μεταγραφή του Φεντερίκο Κιέζα, άστοχη και άτοπη εάν σκεφτούμε ότι ο Ιταλός αγωνίστηκε μόλις 37 λεπτά σε ολόκληρη τη σεζόν.
Η αμέσως επόμενη, επίσης αθόρυβη, αλλά εν τέλει καθοριστική ήταν ν’ αλλάξει το σύστημα, από το 4-3-3 του Κλοπ, στο πλέον ευέλικτο 4-2-3-1 και η 3η να ζητήσει από τους «βετεράνους» συμβουλές για το πώς και το που θα ήθελαν ν’ αγωνίζονται. Φυσικά αν και όποτε εκείνοι το έκριναν.
Το συναίσθημα πλήρους ελευθερίας, αλλά και το γεγονός ότι, εμμέσως, πλην, σαφώς τους είχε πετάξει το μπαλάκι των όποιων ευθυνών κατά μαγικό τρόπο απελευθέρωσε τόσο τους Αλεξάντερ Άρνολντ και Φαν Ντάικ, όσο τον Μο Σαλάχ που από τότε που βρίσκεται στη Λίβερπουλ βίωσε φέτος ίσως την καλύτερή του, ψυχολογικά, αλλά και παραγωγικά εννοώντας, σεζόν του.
Έχοντας, λοιπόν με το μέρος του τους παλαιότερους, αλλά και πλήρως ευχαριστημένους τους νεότερους σταδιακά ο Σλοτ έχτισε ένα σύνολο οδοστρωτήρα, που από τα μέσα Σεπτεμβρίου, έως και τα μέσα Απριλίου δεν έχασε σχεδόν ποτέ. Η’, όσες φορές ηττήθηκε μετρώνται στα δάκτυλα ενός χεριού: 0-1 από τη Νότινγκαμ Φόρεστ στο «Άνφιλντ» και 3-2 από τη Φούλαμ στην Premier League. Τρία δύο από την Αϊντχόφεν στην τελευταία αγωνιστική της League Phase του Champions League. Ένα μηδέν από την Πλίμουθ στον 4ο γύρο του Κυπέλλου Αγγλίας. Δύο ένα από τη Νιουκάσλ στον τελικό του Λιγκ- Καπ. Ενδιάμεσα ο αποκλεισμός, αλλά με 4-1 στα πέναλτι από την Παρί Σεν Ζερμέν, στη φάση των 16 του Champions League. Αυτές, τίποτ’ άλλο.
Τα υπόλοιπα, όπως η κατάκτηση του 20ου πρωταθλήματος, όσα και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, και 2η Premier League σε πέντε χρόνια ήρθαν από μόνα τους, σχεδόν αντανακλαστικά και ως φυσική συνέχεια μίας αθόρυβης, αλλά και ουσιαστικής, συνολικής δουλειάς καλά προγραμματισμένης από έναν άνθρωπο που ήρθε για να μάθει και που, τελικά εξέπληξε ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό.