Πριν από λίγες μέρες του ζήτησα να γράψει ένα κείμενο που να απαντά στο γιατί της απόφασής του να αφήσει την μεταολυμπιακή Ελλάδα του 2005, αλλά και σε πολλές ακόμη ερωτήσεις και κυρίως σε αυτή που σήμερα γυρίζει στο κεφάλι της συντριπτικής πλειονότητας των νέων Ελλήνων: να τολμήσω ή όχι να δοκιμάσω την τύχη μου μακριά από την πατρίδα.

Ο εκτελεστικός διευθυντής της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας του Κατάρ, ένας από τους βασικότερους συντελεστές της αδιανόητης επιτυχίας του Κατάρ να πείσει τη FIFA να του παραδώσει το Μουντιάλ του 2022, κόντρα σε πολύ βαριές υποψηφιότητες, δεν βρήκε απλώς νόημα να γράψει αυτό το κείμενο, αλλά βρήκε και χρόνο, σε μια πτήση από την Κουάλα Λουμπούρ προς την Ντόχα.
Σε ένα κείμενο που εμπνέει, μέσα σε περίπου 1200 λέξεις, ένας Έλληνας που έχει σπουδάσει ποδόσφαιρο και έχει δουλέψει στο ελληνικό ποδόσφαιρο ζωγραφίζει πολύ καλά το κάδρο που τον έδιωξε από την πατρίδα του. Ένα κείμενο που, αν έπρεπε να κλείσει το νόημά του σε μια πρόταση, θα μπορούσε να διατυπωθεί κάπως έτσι: τι να κάνει ένας κανονικός Έλληνας που έχει σπουδάσει αθλητισμό και ποδόσφαιρο, στο ελληνικό περιβάλλον του ποδοσφαίρου; Το καλύτερο που έχει να κάνει, μεταναστεύει.

Όσοι κινούμαστε στην αγορά του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου, και ζούμε από αυτή, μένουμε συχνά με τον καημό της διαπίστωσης ότι δεν υπάρχουν στελέχη με μόρφωση, γνώση, αντίληψη, όραμα, ενθουσιασμό και πάθος για την εξέλιξη και ανάπτυξη του ποδοσφαίρου. Δεν είναι ακριβές το «δεν υπάρχουν». Η ποδοσφαιρική Ελλάδα τους διώχνει, τους απογοητεύει, τους αποθαρρύνει, τους τρομάζει, κάνει ό,τι μπορεί για να τους κρατήσει μακριά απ’ το χωράφι της, μη τυχόν και της φάνε κανένα σπόρο ή της πειράξουν τη σοδιά. Κι ας σαπίζει αυτή, κι ας μολύνεται, κι ας μη πρόκειται ποτέ να βελτιώσει την ποιότητά της ή να πολλαπλασιαστεί.

Στην ποδοσφαιρική Ελλάδα συμβαίνει ακριβώς ό,τι και στην υπόλοιπη. Και οι ικανοί και κατάλληλοι Έλληνες συνωστίζονται στην πόρτα της εξόδου. Καλή μας τύχη.

ΠΗΓΗ: Sport-fm.gr